3,274,313
edits
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ία, -ον (ΑΜ [[ἴδιος]], -ία, -ον, Α αττ. θηλ. [[ἴδιος]])<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε κάποιον ως [[κτήμα]] του, ο [[οικείος]], ο [[δικός]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το «[[αλλότριος]]», [[ξένος]] (α. «ο [[οργανισμός]] [[πρέπει]] να αποκτήσει ιδίους πόρους» β. «[[χωρίον]] ἡμέτερον [[ἴδιον]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ιδιαίτερος]] (α. «[[κάθε]] [[παιδί]] είχε [[ίδια]] [[περιουσία]]» β. «ὁ [[βάτραχος]] ἰδίαν ἔχει τὴν γλῶτταν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b | |mltxt=<b>(I)</b><br />-ία, -ον (ΑΜ [[ἴδιος]], -ία, -ον, Α αττ. θηλ. [[ἴδιος]])<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε κάποιον ως [[κτήμα]] του, ο [[οικείος]], ο [[δικός]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το «[[αλλότριος]]», [[ξένος]] (α. «ο [[οργανισμός]] [[πρέπει]] να αποκτήσει ιδίους πόρους» β. «[[χωρίον]] ἡμέτερον [[ἴδιον]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ιδιαίτερος]] (α. «[[κάθε]] [[παιδί]] είχε [[ίδια]] [[περιουσία]]» β. «ὁ [[βάτραχος]] ἰδίαν ἔχει τὴν γλῶτταν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[ίδιον]]<br />[[καθετί]] που αποτελεί χαρακτηριστικό [[γνώρισμα]] κάποιου, που αρμόζει στη [[φύση]] του («[[ίδιον]] του αλαζόνα [[είναι]] η επιδεικτικότητα»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «κατ' ιδίαν» — ιδιαιτέρως<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἐξ ἰδίων [[κρίνω]] τὰ ἀλλότρια» <br />α) [[κρίνω]] τους άλλους με τα δικά μου [[μέτρα]] και [[σταθμά]]<br />β) [[εξομοιώνω]] τους άλλους με τον εαυτό μου, [[φαντάζομαι]] ότι οι άλλοι έχουν τα [[ίδια]] ελαττώματα ή κίνητρα με μένα<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ἴδιος]]<br />[[οικείος]], [[σύντροφος]], [[φίλος]] («τινὲς ἀπὸ τοὺς ἴδιους του καὶ συμβουλάτορές του», Χρον. Moρ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[ἴδιον]]<br />[[κτήμα]], [[ιδιοκτησία]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[στέκω]] στο ίδιο» — [[παραμένω]] [[σταθερός]] στη δική μου [[άποψη]] ἡ στη δική μου [[απόφαση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ιδιωτικός]] σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον [[δημόσιο]] («ἰδίῳ στόλῳ [[εἴτε]] δημοσίῳ χρησόμενοι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παράδοξος]], [[ασυνήθιστος]] («ἰδίοισι ὑμενέοισι κοὐχὶ σώφροσιν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εξαιρετικός]], [[έξοχος]] («περιττὀν καὶ [[ἴδιον]] [[γένος]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ειδικός]], [[κατάλληλος]] («ἴδια ὀνόματα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ἴδιος]]<br />ο αφοσιωμένος, ο προσκολλημένος σε κάποιον ἡ σε [[κάτι]]<br />β. (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἴδιοι</i><br />οι συγγενείς<br /><b>7.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἰδία</i><br />ο [[τόπος]] καταγωγής κάποιου<br /><b>8.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[ἴδιον]]<br />α) διακριτικό [[γνώρισμα]]<br />β) η προσωπική [[γνώμη]] («ἔγωγε τοὐμὸν [[ἴδιον]]» — όσον αφορά [[τουλάχιστον]] εμένα, <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>9.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἴδια</i><br />οι ιδιωτικές υποθέσεις, τα ιδιωτικά συμφέροντα<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «τὰ ἴδια [[πράττω]]» — [[φροντίζω]] για τις προσωπικές μου υποθέσεις<br />β) (στην Αίγυπτο) «[[ἴδιος]] [[λόγος]]» — ο [[ιδιωτικός]] [[λογαριασμός]]<br />γ) «ἴδιοι λόγοι» — οι πεζοί λόγοι<br />δ) «Περὶ τῶν ἰδίων βιβλίων» — [[τίτλος]] έργου του Γαληνού. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ιδίως]] (ΑΜ ἰδίως)<br />ιδιαιτέρως<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προπάντων]], [[κυρίως]], κατ' εξοχήν<br /><b>αρχ.</b><br />με δικό του όνομα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αργολ. <i>Fhεδιέστας</i> «[[ιδιώτης]]» οδηγεί σε [[αναγωγή]] της λ. [[ίδιος]] σε τ. <i>Fhεδιος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>Fhe</i>-<i>δ</i>-<i>ιος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>Fhe</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἕ</i>), με [[παρέκταση]] -<i>δ</i>- και [[κώφωση]] του -<i>ε</i>- σε -<i>ι</i>-. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το αρχ. ινδ. επίρρ. <i>νι</i>- «[[χωριστά]]», [[οπότε]] η [[δασύτητα]] του αργολικού τ. <i>hίδιος</i> θα οφείλεται σε [[αναλογία]] [[προς]] τους τ. [[ἕκαστος]], [[ἑαυτοῦ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ιδιάζω]], [[ιδικός]], [[ιδιότητα]](-<i>ότης</i>), [[ιδιώτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιδιούμαι]]. (Για τα σύνθ. <b>βλ. λ.</b> <i>ίδιο</i>-)].<br /><b>(II)</b><br />-α, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που δεν διαφέρει [[καθόλου]] από κάποιον [[άλλο]], ο [[απαράλλαχτος]] (α. «τα μάτια τους έχουν το ίδιο [[χρώμα]]» β. «μέ έπιασε [[πάλι]] ο [[ίδιος]] [[πονοκέφαλος]] που μέ πιάνει [[κάθε]] [[πρωί]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που διαφέρει ελάχιστα από κάποιον [[άλλο]], που έχει πολλές ομοιότητες με κάποιον [[άλλο]], ο όμοιος (α. «[[είναι]] [[ίδιος]] ο [[πατέρας]] του» β. «ήταν [[ίδιος]] [[θεός]]»)<br /><b>3.</b> (με επιτ. σημ., με [[άρθρο]]) α) αυτός καθ' εαυτόν (α. «η [[ίδια]] η [[κατάσταση]] το επιβάλλει» β. «τον είδα με τα [[ίδια]] μου τα μάτια»)<br />β) αυτός προσωπικά και όχι [[άλλος]] («θα πάω εγώ ο [[ίδιος]] να του μιλήσω»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «γύρισε στα [[ίδια]]» — ξαναγύρισε στην [[πατρίδα]] του ή στο [[σπίτι]] του<br />β) «τα [[ίδια]] και τα [[ίδια]]» — πράγματα που συμβαίνουν πολύ [[συχνά]], μονότονες επαναλήψεις<br />γ) «το ίδιο μού κάνει» — δεν μέ [[νοιάζει]], [[αδιαφορώ]]<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> «τα [[ίδια]] Παντελάκη μου τα [[ίδια]] Παντελή μου» ή «τα [[ίδια]] της συχωρεμένης» — για πράγματα που επαναλαμβάνονται με μονότονο τρόπο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ίδια]]<br />με [[καμιά]] ή με ελάχιστη [[διαφορά]], όμοια, απαράλλαχτα («[[ίδια]] κι απαράλλαχτα»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο νεοελλ. τ. [[ίδιος]] προήλθε από το [[ίδιος]] (Ι) με [[συνίζηση]] ([[ίδιος]]). Η σημ. του τ. «απαράλλακτος, όμοιος» [[είναι]] [[προϊόν]] εξέλιξης της σημ. του [[ίδιος]] (Ι) «[[ατομικός]], [[προσωπικός]], αυτός που αποτελεί χαρακτηριστικό [[γνώρισμα]], [[ιδιαίτερος]], [[οικείος]]» σε «όμοιος, [[ταυτόσημος]]», από την [[αναγωγή]] της χαρακτηριστικής ιδιότητας σε [[ταυτότητα]], [[σύμπτωση]], [[ομοιότητα]] [[προς]] το χαρακτηριζόμενο.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[ολόιδιος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |