Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περιβραχιόνιος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<i>το [[" to "το [["
(1ba)
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[περιβραχιόνιος]], -ιον [[περιβραχίων]], -<i>ονος]]<br />ΝΑ<br />αυτός που τίθεται ή φοριέται [[γύρω]] από τον βραχίονα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[περιβραχιόνιο]]<br /><b>1.</b> [[κόσμημα]] που φοριέται [[γύρω]] από τον βραχίονα, ψέλι, [[βραχιόλι]]<br /><b>2.</b> [[λουρίδα]] υφάσματος [[γύρω]] από το [[μπράτσο]], χρώματος μαύρου όταν φοριέται σε [[ένδειξη]] πένθους, ή άλλου χρώματος ή πολύχρωμη όταν φοριέται ως [[ένδειξη]] της ανάληψης προσωρινής υπηρεσίας ή αξιώματος, αλλ. [[βραχιονιστήρας]] («ο [[αρχηγός]] της ποδοσφαιρικής ομάδας φορούσε κίτρινο [[περιβραχιόνιο]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[είδος]] αμυντικού οπλισμού, [[μέρος]] της πανοπλίας που κάλυπτε και προστάτευε τον βραχίονα, χρησιμοποιούμενο [[κυρίως]] από τους Πέρσες, αργότερα δε και από τους Ρωμαίους.
|mltxt=-α, -ο / [[περιβραχιόνιος]], -ιον [[περιβραχίων]], -<i>ονος]]<br />ΝΑ<br />αυτός που τίθεται ή φοριέται [[γύρω]] από τον βραχίονα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[περιβραχιόνιο]]<br /><b>1.</b> [[κόσμημα]] που φοριέται [[γύρω]] από τον βραχίονα, ψέλι, [[βραχιόλι]]<br /><b>2.</b> [[λουρίδα]] υφάσματος [[γύρω]] από το [[μπράτσο]], χρώματος μαύρου όταν φοριέται σε [[ένδειξη]] πένθους, ή άλλου χρώματος ή πολύχρωμη όταν φοριέται ως [[ένδειξη]] της ανάληψης προσωρινής υπηρεσίας ή αξιώματος, αλλ. [[βραχιονιστήρας]] («ο [[αρχηγός]] της ποδοσφαιρικής ομάδας φορούσε κίτρινο [[περιβραχιόνιο]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[είδος]] αμυντικού οπλισμού, [[μέρος]] της πανοπλίας που κάλυπτε και προστάτευε τον βραχίονα, χρησιμοποιούμενο [[κυρίως]] από τους Πέρσες, αργότερα δε και από τους Ρωμαίους.
}}
}}
{{lsm
{{lsm