3,277,119
edits
(36) |
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[ῥητός]], -ή, -όν, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει λεχθεί<br /><b>2.</b> ορισμένος, [[σαφής]], [[κατηγορηματικός]] (α. «η πρότασή του ήταν ρητή» β. «ῥητὴ [[ἀπόκρισις]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που μπορεί να λεχθεί [[χωρίς]] [[επιφύλαξη]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον άρρητο («δεινὸν γάρ, οὐδὸ ῥητόν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ή, -ό / [[ῥητός]], -ή, -όν, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει λεχθεί<br /><b>2.</b> ορισμένος, [[σαφής]], [[κατηγορηματικός]] (α. «η πρότασή του ήταν ρητή» β. «ῥητὴ [[ἀπόκρισις]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που μπορεί να λεχθεί [[χωρίς]] [[επιφύλαξη]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον άρρητο («δεινὸν γάρ, οὐδὸ ῥητόν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[ρητό]](<i>ν</i>)<br />σύντομη [[φράση]], συν. επώνυμη, που με κατηγορηματικό τρόπο και με προτρεπτικό ή αποτρεπτικό χαρακτήρα εκφράζει μια [[αλήθεια]], την οποία ο [[άνθρωπος]] οφείλει ν<br />ακολουθήσει αν θέλει να κατακτήσει την [[αυτογνωσία]], την [[επιτυχία]] ή την [[ευδαιμονία]], αλλ. γνωμικό ή [[απόφθεγμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μαθ.</b> α) «ρητοί αριθμοί» — ακέραιοι ή κλασματικοί αριθμοί τών οποίων οι αριθμητικές πράξεις [[είναι]] [[πάντοτε]] εκτελέσιμες<br />β) «ρητή [[παράσταση]]» — αλγεβρική [[παράσταση]] [[χωρίς]] ριζικά<br />γ) «[[ρητό]] [[κλάσμα]]» — αλγεβρικό [[κλάσμα]] που οι δύο όροι του [[είναι]] ακέραια πολυώνυμα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός για τον οποίο γίνεται [[λόγος]], [[περίφημος]], [[ξακουστός]]<br /><b>2.</b> (για ύφος λόγου ή [[έκφραση]]) [[κοινός]], [[συνήθης]]<br /><b>3.</b> (για λόγο) αυτός που μπορεί να απαγγελθεί, να προφερθεί («συλλαβὰς γνωστάς τε καὶ ῥητάς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μαθ.</b> αυτός που εκφράζει τον λόγο δύο αριθμών<br /><b>5.</b> (στη [[μετρική]], για [[πόδα]] ή [[συλλαβή]]) αυτός που εκφράζεται σε απλές αναλογίες<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) η ορισμένη [[ημερομηνία]]<br />β) το ακριβές [[περιεχόμενο]] ενός εγγράφου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ρητώς</i> / <i>ῥητῶς</i> ΝΑ και <i>ρητά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο [[ρητό]], κατηγορηματικά, [[σαφώς]], ξεκάθαρα («του απαγόρευσαν ρητά τη [[συμμετοχή]] του»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ονομαστικά («όλα τα ονόματα αναγράφονται ρητώς στον κατάλογο»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ρητώς και κατηγορηματικώς»<br />([[ιδίως]] σχετικά με [[απαγόρευση]]) [[καθαρά]] και [[ξάστερα]], [[σαφώς]] και αδιαμφισβήτητα<br /><b>αρχ.</b><br />(για εκφράσεις) [[κατά]] τη συνηθισμένη [[χρήση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. ανάγεται στη δισύλλαβη [[ρίζα]] <i>Fερε</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[είρω]] [ΙΙ]), με μηδενισμένο το α' και εκτεταμένο το β' [[φωνήεν]] (<b>πρβλ.</b> <i>εἴρηκα</i>, [[ῥῆμα]], [[ῥήτωρ]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τός</i>]. | ||
}} | }} |