3,274,919
edits
(1ba) |
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ [[κεραύνιος]], -ία -ον, Α καί -ος, -ον)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κεραυνό ή αυτός που προκαλείται από τον κεραυνό («βροντῇ καὶ κεραυνίᾳ φλογί», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που χτυπήθηκε από κεραυνό, [[κεραυνόπληκτος]]<br /><b>2.</b> [[κεραύνειος]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κεραύνιος]]<br />[[είδος]] επιδέσμου<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[κεραυνία]]<br />το [[φυτό]] αείζωον το [[μικρόν]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b | |mltxt=-α, -ο (ΑΜ [[κεραύνιος]], -ία -ον, Α καί -ος, -ον)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κεραυνό ή αυτός που προκαλείται από τον κεραυνό («βροντῇ καὶ κεραυνίᾳ φλογί», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που χτυπήθηκε από κεραυνό, [[κεραυνόπληκτος]]<br /><b>2.</b> [[κεραύνειος]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κεραύνιος]]<br />[[είδος]] επιδέσμου<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[κεραυνία]]<br />το [[φυτό]] αείζωον το [[μικρόν]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[κεραύνιον]]<br />α) το [[φυτό]] ύδνον το θερινόν<br />β) [[σημείο]] το οποίο χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι κριτικοί για [[δήλωση]] φθαρμένων χωρίων συγγραφέων<br />γ) <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ κεραύνια</i><br />i) κορυφές που πλήττονται από τον κεραυνό<br />ii) ως [[τοπωνύμιο]] πολλών βουνών («τὰ Κεραύνια δ' ὁμοίως ὄρη κλείει πρὸς αὐτὸν τὸ [[στόμα]] τοῡ Ἰονίου κόλπου», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[κεραυνία]] [[λίθος]]» — το [[ηλιοτρόπιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεραυνός]]. Η ονομ. του φυτού οφείλεται στο ότι οι αρχαίοι πίστευαν [[είτε]] ότι προστάτευε από τον κεραυνό [[είτε]] ότι φύτρωνε στο [[σημείο]] πτώσεως ενός κεραυνού]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |