Anonymous

χελιδόνιος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [["
m (Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [[")
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[χελιδόνειος]], -ον, θηλ. και -<i>ία</i>, Α [[χελιδών]], -<i>όνος</i>]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[χελιδόνι]] (α. «[[χελιδόνιον]] τεῑχος» — [[τείχος]] χτισμένο από [[χελιδόνια]], Θράσυλλ.<br />β. «[[χελιδόνιον]] [[μέλος]]» — το [[τραγούδι]] του χελιδονιού, λεξ. [[Σούδα]])<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[χελιδονία]]<br />[[ονομασία]] πολύτιμου λίθου<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[χελιδόνιον]]<br />[[αλοιφή]] για τα μάτια<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[χελιδόνια]]<br />α) [[ποικιλία]] σύκων, βασιλικά σύκα, βασιλόσυκα<br />β) [[γιορτή]] στη Ρόδο, [[κατά]] την οποία τα [[παιδιά]] τραγουδούσαν τα χελιδονίσματα<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[χελιδόνιος]] [[ἀσπίς]]» — [[ονομασία]] φιδιού <b>(Φιλούμ.)</b><br />β) «[[δασύπους]] [[χελιδόνειος]]» — ο [[λαγός]] <b>(Δίφιλ.)</b><br />γ) «χελιδόνιαι ἰσχάδες» — σκουρόχρωμα [[ξερά]] σύκα (<b>[[Πολυδ]].</b>)<br />δ) «χελιδονεία [[κύλιξ]]» — [[τύπος]] ποτηριού <b>επιγρ.</b>.
|mltxt=και [[χελιδόνειος]], -ον, θηλ. και -<i>ία</i>, Α [[χελιδών]], -<i>όνος</i>]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[χελιδόνι]] (α. «[[χελιδόνιον]] τεῑχος» — [[τείχος]] χτισμένο από [[χελιδόνια]], Θράσυλλ.<br />β. «[[χελιδόνιον]] [[μέλος]]» — το [[τραγούδι]] του χελιδονιού, λεξ. [[Σούδα]])<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[χελιδονία]]<br />[[ονομασία]] πολύτιμου λίθου<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[χελιδόνιον]]<br />[[αλοιφή]] για τα μάτια<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[χελιδόνια]]<br />α) [[ποικιλία]] σύκων, βασιλικά σύκα, βασιλόσυκα<br />β) [[γιορτή]] στη Ρόδο, [[κατά]] την οποία τα [[παιδιά]] τραγουδούσαν τα χελιδονίσματα<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[χελιδόνιος]] [[ἀσπίς]]» — [[ονομασία]] φιδιού <b>(Φιλούμ.)</b><br />β) «[[δασύπους]] [[χελιδόνειος]]» — ο [[λαγός]] <b>(Δίφιλ.)</b><br />γ) «χελιδόνιαι ἰσχάδες» — σκουρόχρωμα [[ξερά]] σύκα (<b>[[Πολυδ]].</b>)<br />δ) «χελιδονεία [[κύλιξ]]» — [[τύπος]] ποτηριού <b>επιγρ.</b>.
}}
}}
{{lsm
{{lsm