Anonymous

πορφύρεος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [["
(1b)
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-έη, -ον, Α<br /><b>βλ.</b> [[πορφυρός]].<br /> <b>(II)</b><br />-έη, -ον, και αιολ. τ. [[πορφύριος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> (για [[θάλασσα]] ή για ποταμό) αυτός που [[είναι]] αναταραγμένος ή αυτός που έχει σκοτεινή όψη<br /><b>2.</b> (για [[αίμα]]) αυτό που χύνεται ορμητικά («αἵματι δὲ χθὼν δεύετο πορφυρέῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που εμφανίζεται, που ενσκήπτει [[ξαφνικά]] (α. «τὸν δὲ κατ' [[ὄσσε]] ἔλλαβε [[πορφύρεος]] [[θάνατος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «[[πορφύρεος]] [[θάνατος]]<br />[[μέλος]] καὶ βαθὺς καὶ [[ταραχώδης]]», <b>Ησύχ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[πορφύρεος]]<br />ο [[θάνατος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ. λ.</b> [[πορφύρω]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-έη, -ον, Α<br /><b>βλ.</b> [[πορφυρός]].<br /> <b>(II)</b><br />-έη, -ον, και αιολ. τ. [[πορφύριος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> (για [[θάλασσα]] ή για ποταμό) αυτός που [[είναι]] αναταραγμένος ή αυτός που έχει σκοτεινή όψη<br /><b>2.</b> (για [[αίμα]]) αυτό που χύνεται ορμητικά («αἵματι δὲ χθὼν δεύετο πορφυρέῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που εμφανίζεται, που ενσκήπτει [[ξαφνικά]] (α. «τὸν δὲ κατ' [[ὄσσε]] ἔλλαβε [[πορφύρεος]] [[θάνατος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «[[πορφύρεος]] [[θάνατος]]<br />[[μέλος]] καὶ βαθὺς καὶ [[ταραχώδης]]», <b>Ησύχ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[πορφύρεος]]<br />ο [[θάνατος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ. λ.</b> [[πορφύρω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm