Anonymous

προβόλαιος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [["
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τοποθετηθεί [[μπροστά]] από κάποιον ή από [[κάτι]] («δούρατι δὲ προβολαίῳ ὑπ' ἀσπίδι [[νῶτον]] ἔχοντα», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[προβόλαιος]]<br />όπλο που κατέληγε σε [[αιχμή]], θηρευτικό [[δόρυ]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[προβόλαιον]]<br />[[μέσο]] άμυνας, προστασίας ή προφύλαξης και, [[κυρίως]], η [[ασπίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρόβολος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αιος</i> (<b>πρβλ.</b> [[περίβολος]]: [[περιβόλαιος]])].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τοποθετηθεί [[μπροστά]] από κάποιον ή από [[κάτι]] («δούρατι δὲ προβολαίῳ ὑπ' ἀσπίδι [[νῶτον]] ἔχοντα», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[προβόλαιος]]<br />όπλο που κατέληγε σε [[αιχμή]], θηρευτικό [[δόρυ]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[προβόλαιον]]<br />[[μέσο]] άμυνας, προστασίας ή προφύλαξης και, [[κυρίως]], η [[ασπίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρόβολος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αιος</i> (<b>πρβλ.</b> [[περίβολος]]: [[περιβόλαιος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm