Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σινόδους: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [["
(37)
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[σινόδων]] και σε κώδ. [[σινώδων]], -οντος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που με τα δόντια του, με το δάγκωμά του πληγώνει ή καταστρέφει<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[σινόδους]] και [[σινόδων]]<br />[[είδος]] σαρκοφάγου ψαριού που ζει [[κατά]] αγέλες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σιν</i>- του [[σίνομαι]] <span style="color: red;">+</span> [[ὀδούς]] / [[ὀδών]], -<i>όντος</i>«[[δόντι]]». Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], όμως, ο τ. συνδέθηκε παρετυμολογικά με το ρ. [[σίνομαι]], ενώ [[ορθός]] [[πρέπει]] να θεωρηθεί ο τ. [[συνόδους]] «αυτός που έχει [[πυκνά]] δόντια» (<b>βλ. λ.</b> [[συνόδους]])].
|mltxt=και [[σινόδων]] και σε κώδ. [[σινώδων]], -οντος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που με τα δόντια του, με το δάγκωμά του πληγώνει ή καταστρέφει<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[σινόδους]] και [[σινόδων]]<br />[[είδος]] σαρκοφάγου ψαριού που ζει [[κατά]] αγέλες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σιν</i>- του [[σίνομαι]] <span style="color: red;">+</span> [[ὀδούς]] / [[ὀδών]], -<i>όντος</i>«[[δόντι]]». Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], όμως, ο τ. συνδέθηκε παρετυμολογικά με το ρ. [[σίνομαι]], ενώ [[ορθός]] [[πρέπει]] να θεωρηθεί ο τ. [[συνόδους]] «αυτός που έχει [[πυκνά]] δόντια» (<b>βλ. λ.</b> [[συνόδους]])].
}}
}}