3,276,932
edits
m (Text replacement - "˙" to "·") |
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ξυστικός]], -ή, -όν) [[ξυστός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ξύση]], στο [[ξύσιμο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να ξύνει («ξυστικό [[εργαλείο]]»)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ξυστικά</i>- η [[αμοιβή]] του [[εργάτη]] για την [[ξύση]], την [[απόξεση]], το [[πλάνισμα]], τη [[στίλβωση]] που έκανε<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ξυστικόν</i>- στυπτικό [[φάρμακο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[στυπτικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που γυμνάζεται στο [[ξυστόν]], στο γυμναστήριο<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ξυστικός]], -ή, -όν) [[ξυστός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ξύση]], στο [[ξύσιμο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να ξύνει («ξυστικό [[εργαλείο]]»)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ξυστικά</i>- η [[αμοιβή]] του [[εργάτη]] για την [[ξύση]], την [[απόξεση]], το [[πλάνισμα]], τη [[στίλβωση]] που έκανε<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ξυστικόν</i>- στυπτικό [[φάρμακο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[στυπτικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που γυμνάζεται στο [[ξυστόν]], στο γυμναστήριο<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ξυστικός]]<br />ο [[αθλητής]]<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ξυστική</i> (ενν. [[τέχνη]])<br />η [[τέχνη]] του ξυσίματος ή του στιλβώματος<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ξυστικὴ [[σύνοδος]]» — [[συνέλευση]] τών αθλητών στο [[ξυστόν]], στο γυμναστήριο, αθλητική [[εταιρεία]]. | ||
}} | }} |