Anonymous

φοινίκινος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [["
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ίνη, -ον, Α<br />αυτός που προέρχεται από το [[δέντρο]] [[φοίνικας]] (Ι) ή αυτός που παρασκευάζεται από τους καρπούς [[αυτού]] του δέντρου («μύρῳ... φοινικίνῳ», Αντιφάν.)<br /><b>2.</b> ο κατασκευασμένος από [[ξύλο]] του [[παραπάνω]] δέντρου<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[φοινίκινος]]<br />(με ή [[χωρίς]] τη λ. [[οἶνος]]) [[κρασί]] από τους καρπούς του δένδρου [[φοίνικας]] (Ι).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοῖνιξ]] (III), -οίνικος «[[είδος]] δέντρου» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λίθ</i>-<i>ινος</i>)].<br /><b>(II)</b><br />-ίνη, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Φοίνικες ή στη [[Φοινίκη]], [[φοινικικός]] (Ι)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ φοινικίνη</i><br />[[ονομασία]] επιδέσμου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «φοινικίνη [[νόσος]]»<br /><b>ιατρ.</b> η [[ελεφαντίαση]] (<b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοῖνιξ]] (Ι), -<i>οίνικος</i> «πορφυρό [[χρώμα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> [[δάφνινος]]). Το επίθ. χρησιμοποιήθηκε για την [[ασθένεια]] [[ελεφαντίαση]] λόγω του χρώματος του δέρματος όσων πάσχουν από την [[ασθένεια]] αυτή].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ίνη, -ον, Α<br />αυτός που προέρχεται από το [[δέντρο]] [[φοίνικας]] (Ι) ή αυτός που παρασκευάζεται από τους καρπούς [[αυτού]] του δέντρου («μύρῳ... φοινικίνῳ», Αντιφάν.)<br /><b>2.</b> ο κατασκευασμένος από [[ξύλο]] του [[παραπάνω]] δέντρου<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[φοινίκινος]]<br />(με ή [[χωρίς]] τη λ. [[οἶνος]]) [[κρασί]] από τους καρπούς του δένδρου [[φοίνικας]] (Ι).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοῖνιξ]] (III), -οίνικος «[[είδος]] δέντρου» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λίθ</i>-<i>ινος</i>)].<br /><b>(II)</b><br />-ίνη, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Φοίνικες ή στη [[Φοινίκη]], [[φοινικικός]] (Ι)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ φοινικίνη</i><br />[[ονομασία]] επιδέσμου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «φοινικίνη [[νόσος]]»<br /><b>ιατρ.</b> η [[ελεφαντίαση]] (<b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοῖνιξ]] (Ι), -<i>οίνικος</i> «πορφυρό [[χρώμα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> [[δάφνινος]]). Το επίθ. χρησιμοποιήθηκε για την [[ασθένεια]] [[ελεφαντίαση]] λόγω του χρώματος του δέρματος όσων πάσχουν από την [[ασθένεια]] αυτή].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''φοινίκινος:''' (νῑ) [[φοῖνιξ]] III] пальмовый ([[οἶνος]] Plut.).
|elrutext='''φοινίκινος:''' (νῑ) [[φοῖνιξ]] III] пальмовый ([[οἶνος]] Plut.).
}}
}}