3,277,114
edits
(16) |
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἡμεροδρόμος]], -ον (AM)<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=[[ἡμεροδρόμος]], -ον (AM)<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἡμεροδρόμος]]<br />[[πεζοπόρος]] που διήνυε [[γρήγορα]] μεγάλες αποστάσεις και χρησιμοποιούνταν σε ταχυδρομικές υπηρεσίες ή ως [[αγγελιαφόρος]] («τῶν ἡμεροδρόμων... τὸν [[ἄριστον]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο μπορεί να διανύσει [[κάποιος]] σε μία [[ημέρα]]<br /><b>2.</b> (για τον ήλιο) αυτός που διατρέχει και ολοκληρώνει την [[πορεία]] του σε μία [[ημέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[δρόμος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>δρό</i>-<i>μος</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ταχυ</i>-[[δρόμος]] νυκτο</i>-[[δρόμος]]. | ||
}} | }} |