Anonymous

πλησίον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [["
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
Line 9: Line 9:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ και δωρ. τ. [[πλατίον]]<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> [[κοντά]] σε μικρή [[απόσταση]] (α. «[[συνεχώς]] βρίσκεται [[πλησίον]] του» β. «τούτους δὲ στρατοπεδεύεσθαι [[πλησίον]] ἐκείνων», η ρόδ.)<br /><b>2.</b> (το αρσ. με άρθρ. ως ουσ.) <i>ὁ [[πλησίον]]<br /><b>εκκλ.</b> [[κάθε]] [[άνθρωπος]] σε [[σχέση]] με τον [[άλλο]], [[συνάνθρωπος]] («ἀγάπα τὸν [[πλησίον]] σου ὡς σεαυτόν», ΠΔ)<br /><b>3.</b> (με το άρθρ. και τών τριών γενών ως άκλ. επίθ.) <i>ο</i>, <i>η</i>, το [[πλησίον]]<br />αυτός που κείται ή βρίσκεται [[κοντά]] (α. «η [[πλησίον]] [[οικία]]» β. «ἐν ταῑς [[πλησίον]] κλίναις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(με το αρσ. αρθρ. ως επίθ.) ὁ [[πλησίον]]<br />α) [[γείτονας]] κάποιου<br />β) [[συγγενής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλησίον]], ουδ. του επιθ. [[πλησίος]]].
|mltxt=ΝΜΑ και δωρ. τ. [[πλατίον]]<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> [[κοντά]] σε μικρή [[απόσταση]] (α. «[[συνεχώς]] βρίσκεται [[πλησίον]] του» β. «τούτους δὲ στρατοπεδεύεσθαι [[πλησίον]] ἐκείνων», η ρόδ.)<br /><b>2.</b> (το αρσ. με άρθρ. ως ουσ.) ὁ [[πλησίον]]<br /><b>εκκλ.</b> [[κάθε]] [[άνθρωπος]] σε [[σχέση]] με τον [[άλλο]], [[συνάνθρωπος]] («ἀγάπα τὸν [[πλησίον]] σου ὡς σεαυτόν», ΠΔ)<br /><b>3.</b> (με το άρθρ. και τών τριών γενών ως άκλ. επίθ.) <i>ο</i>, <i>η</i>, το [[πλησίον]]<br />αυτός που κείται ή βρίσκεται [[κοντά]] (α. «η [[πλησίον]] [[οικία]]» β. «ἐν ταῑς [[πλησίον]] κλίναις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(με το αρσ. αρθρ. ως επίθ.) ὁ [[πλησίον]]<br />α) [[γείτονας]] κάποιου<br />β) [[συγγενής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλησίον]], ουδ. του επιθ. [[πλησίος]]].
}}
}}
{{elru
{{elru