Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἔντονος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [["
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔντονος]], -ον)<br />[[εκείνος]] που έχει [[ένταση]], [[σφοδρός]] («έντονες αντιδράσεις», «έντονο [[διάβημα]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί ζωηρά αισθήματα («έντονα χρώματα», «[[έντονος]] [[πόνος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τεντωμένος]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ρωμαλέος]], [[νευρώδης]]<br /><b>3.</b> [[ικανός]] («[[ἔντονος]] [[ῥήτωρ]]»)<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ἔντονος]]<br />ο [[τόνος]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔντονος]], -ον)<br />[[εκείνος]] που έχει [[ένταση]], [[σφοδρός]] («έντονες αντιδράσεις», «έντονο [[διάβημα]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί ζωηρά αισθήματα («έντονα χρώματα», «[[έντονος]] [[πόνος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τεντωμένος]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ρωμαλέος]], [[νευρώδης]]<br /><b>3.</b> [[ικανός]] («[[ἔντονος]] [[ῥήτωρ]]»)<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἔντονος]]<br />ο [[τόνος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm