Anonymous

τέρθριος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [["
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[τέρθριος]], -ία, -ο, ΝΑ [[τέρθρον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[τέρθρο]] (α. «τέρθρια [[υπέρα]]» — [[καλώδιο]] με το οποίο υψώνεται το [[κέρας]] επιδρόμου ή ημιολίου, κν. η [[τσούντα]] του πικιού<br />β. «τέρθριο [[σύσπαστο]]» — η [[τσούντα]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[τέρθριος]]<br />[[σχοινί]] που κρέμεται από το [[άκρο]] της κεραίας του ιστού<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[τερθρία]] [[πνοή]]» — [[άνεμος]] της πρύμνης ή, κατ' άλλους, πιθ. [[ισχυρός]] [[άνεμος]] για την [[αντιμετώπιση]] του οποίου έπρεπε να χρησιμοποιηθούν τα [[παραπάνω]] [[σχοινιά]] (<b>Σοφ.</b>).
|mltxt=-α, -ο / [[τέρθριος]], -ία, -ο, ΝΑ [[τέρθρον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[τέρθρο]] (α. «τέρθρια [[υπέρα]]» — [[καλώδιο]] με το οποίο υψώνεται το [[κέρας]] επιδρόμου ή ημιολίου, κν. η [[τσούντα]] του πικιού<br />β. «τέρθριο [[σύσπαστο]]» — η [[τσούντα]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[τέρθριος]]<br />[[σχοινί]] που κρέμεται από το [[άκρο]] της κεραίας του ιστού<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[τερθρία]] [[πνοή]]» — [[άνεμος]] της πρύμνης ή, κατ' άλλους, πιθ. [[ισχυρός]] [[άνεμος]] για την [[αντιμετώπιση]] του οποίου έπρεπε να χρησιμοποιηθούν τα [[παραπάνω]] [[σχοινιά]] (<b>Σοφ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm