3,258,334
edits
(5) |
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κηρωτός]], -ή, -όν)<br />[[κηρώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο επιχρισμένος με [[κερί]] για να γίνει [[αδιάβροχος]] («κηρωτό ύφασμα»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κηρωτή]] [[αλοιφή]]» — η [[κηραλοιφή]]<br />β) «κηρωτό [[έμπλαστρο]]» ή «κηρωτό» — φαρμακευτικό [[σκεύασμα]] από διάφορες ουσίες αλειμμένες σε [[λεπτό]] ύφασμα, το [[τσιρότο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ή, -ό (Α [[κηρωτός]], -ή, -όν)<br />[[κηρώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο επιχρισμένος με [[κερί]] για να γίνει [[αδιάβροχος]] («κηρωτό ύφασμα»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κηρωτή]] [[αλοιφή]]» — η [[κηραλοιφή]]<br />β) «κηρωτό [[έμπλαστρο]]» ή «κηρωτό» — φαρμακευτικό [[σκεύασμα]] από διάφορες ουσίες αλειμμένες σε [[λεπτό]] ύφασμα, το [[τσιρότο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[κηρωτή]]<br />[[αλοιφή]] από [[κερί]] για ιατρική ή και καλλωπιστική [[χρήση]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κηρωτός:''' -ή, -όν ([[κηρόω]]), ο καλυμμένος με [[κερί]]· [[κηρωτή]], <i>ἡ</i>, [[έμπλαστρο]] ή [[αλοιφή]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''κηρωτός:''' -ή, -όν ([[κηρόω]]), ο καλυμμένος με [[κερί]]· [[κηρωτή]], <i>ἡ</i>, [[έμπλαστρο]] ή [[αλοιφή]], σε Αριστοφ. | ||
}} | }} |