Anonymous

οἰκουρός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [["
(1ba)
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οικουρός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> (για [[σκύλο]] ή και για πετεινό) αυτός που φυλάει το [[σπίτι]]<br /><b>2.</b> αυτός που μένει στο [[σπίτι]] του («οἰκουρὸν [[γραΐδιον]]», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>3.</b> (για άνδρα) αυτός που απέχει από τον πόλεμο, που [[είναι]] [[μακριά]] από τον αγώνα<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[οἰκουρός]]<br />α) η [[οικοδέσποινα]], η [[νοικοκυρά]]<br />β) αξιέπαινη [[σύζυγος]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «οἰκουρὸς [[ὄφις]]» — το [[ιερό]] [[φίδι]] που φύλαγε τον ναό της Αθηνάς στην Ακρόπολη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ουρός]] (<span style="color: red;"><</span> -<i>Fορός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁρῶ</i> «[[βλέπω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>κηπ</i>-[[ουρός]], <i>οδ</i>-[[ουρός]]].
|mltxt=[[οικουρός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> (για [[σκύλο]] ή και για πετεινό) αυτός που φυλάει το [[σπίτι]]<br /><b>2.</b> αυτός που μένει στο [[σπίτι]] του («οἰκουρὸν [[γραΐδιον]]», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>3.</b> (για άνδρα) αυτός που απέχει από τον πόλεμο, που [[είναι]] [[μακριά]] από τον αγώνα<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[οἰκουρός]]<br />α) η [[οικοδέσποινα]], η [[νοικοκυρά]]<br />β) αξιέπαινη [[σύζυγος]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «οἰκουρὸς [[ὄφις]]» — το [[ιερό]] [[φίδι]] που φύλαγε τον ναό της Αθηνάς στην Ακρόπολη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ουρός]] (<span style="color: red;"><</span> -<i>Fορός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁρῶ</i> «[[βλέπω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>κηπ</i>-[[ουρός]], <i>οδ</i>-[[ουρός]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm