Anonymous

κατακαίω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [["
(1ab)
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[κατακαίω]])<br />[[καίω]] εντελώς, [[αφανίζω]], [[καταστρέφω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />με εξωτερική [[επενέργεια]] [[νεκρώνω]] τα συστατικά ενός πράγματος («η [[παγωνιά]] κατάκαψε τα [[λαχανικά]]»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>παθ.</b> <i>κατακαίομαι</i><br />ζεματίζομαι<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για έρωτα) [[προκαλώ]] ερωτικό [[πάθος]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>κατακαίομαι</i><br />[[αφανίζω]], [[καταστρέφω]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> α) ταλαιπωρούμαι<br />β) βασανίζομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[πάθη]]) [[φλογίζω]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. θηλ. στον παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>ἡ [[Κατακεκαυμένη]]<br />[[ονομασία]] της άνω κοιλάδας του Ερμού στη [[Λυδία]].
|mltxt=(Α [[κατακαίω]])<br />[[καίω]] εντελώς, [[αφανίζω]], [[καταστρέφω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />με εξωτερική [[επενέργεια]] [[νεκρώνω]] τα συστατικά ενός πράγματος («η [[παγωνιά]] κατάκαψε τα [[λαχανικά]]»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>παθ.</b> <i>κατακαίομαι</i><br />ζεματίζομαι<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για έρωτα) [[προκαλώ]] ερωτικό [[πάθος]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>κατακαίομαι</i><br />[[αφανίζω]], [[καταστρέφω]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> α) ταλαιπωρούμαι<br />β) βασανίζομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[πάθη]]) [[φλογίζω]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. θηλ. στον παθ. παρακμ. ως ουσ.) ἡ [[Κατακεκαυμένη]]<br />[[ονομασία]] της άνω κοιλάδας του Ερμού στη [[Λυδία]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm