3,274,916
edits
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[") |
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α ως επίθ. [[ἐνθύμιος]], -ον) [[θυμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[ενθύμιο]]<br />[[αντικείμενο]] που ανακαλεί [[κάτι]] στη [[μνήμη]] κάποιου, [[κάθε]] [[πράγμα]] που μάς υπενθυμίζει [[κάτι]], [[ενθύμημα]], [[θυμητάρι]], θυμητικό («[[ενθύμιο]] φιλίας»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b | |mltxt=το (Α ως επίθ. [[ἐνθύμιος]], -ον) [[θυμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[ενθύμιο]]<br />[[αντικείμενο]] που ανακαλεί [[κάτι]] στη [[μνήμη]] κάποιου, [[κάθε]] [[πράγμα]] που μάς υπενθυμίζει [[κάτι]], [[ενθύμημα]], [[θυμητάρι]], θυμητικό («[[ενθύμιο]] φιλίας»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ἐνθύμιος]]<br />[[υπόμνηση]], [[υπόμνημα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δημιουργεί [[τύψη]] ή προκαλεί [[φροντίδα]] και [[απασχόληση]] για κάποιον, που τον έχει [[βάρος]] [[μέσα]] του, που τον παίρνει [[κατάκαρδα]] («καὶ ἐνθύμιὸν οἱ ἐγένετο ἐμπρήσαντι τὸ [[ἱρόν]]» — και υπήρξε γι' αυτόν [[βάρος]] στην [[ψυχή]] του που έκαψε τον ναό, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐνθύμιον</i><br />[[οργή]], [[θυμός]] («ὅτι ἐνθύμιον ἀνθρώπου ἐξομολογήσεταί σοι», ΠΔ)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐνθύμια</i><br />ιδέες, νοήματα, έννοιες<br /><b>4.</b> αυτός που έχει πολλές σκοτούρες («ἐνθυμίοις εὐναῑς ἀνανδρώτοισι τρύχεσθαι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐνθύμιον ποιοῡμαι τι» — [[θυμάμαι]], μέ απασχολεί [[κάτι]], [[φροντίζω]] για [[κάτι]]<br />β) «ἐνθύμιον ποιοῡμαί τινος» — [[σκέφτομαι]], απασχολούμαι, [[φροντίζω]]<br />γ) «[[λαμβάνω]] τὸ ἐνθύμιον» — [[δέχομαι]] υπαινιγμό, [[αποδέχομαι]] [[πρόσκληση]]. | ||
}} | }} |