Anonymous

κιθαριστικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [["
(1ba)
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κιθαριστικός]], -ή, -όν (Α) [[κιθαρίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στο [[παίξιμο]] της κιθάρας («ἡ κιθαριστικωτέρα καί αὐλητικωτέρα καὶ [[τἆλλα]] [[πάντα]] τὰ κατὰ τὰς τέχνας τε καὶ τὰς ἐπιστήμας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ κιθαριστική</i><br />η [[τέχνη]] να παίζει [[κάποιος]] [[κιθάρα]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κιθαριστικός]]<br />αυτός που ξέρει να παίζει [[κιθάρα]] («εἰ ἐτύγχανες ἱππικὸς ὢν ἅμα καὶ [[κιθαριστικός]]», <b>Πλάτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κιθαριστικῶς</i> (Α)<br />με κιθαριστικό τρόπο.
|mltxt=[[κιθαριστικός]], -ή, -όν (Α) [[κιθαρίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στο [[παίξιμο]] της κιθάρας («ἡ κιθαριστικωτέρα καί αὐλητικωτέρα καὶ [[τἆλλα]] [[πάντα]] τὰ κατὰ τὰς τέχνας τε καὶ τὰς ἐπιστήμας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ κιθαριστική</i><br />η [[τέχνη]] να παίζει [[κάποιος]] [[κιθάρα]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κιθαριστικός]]<br />αυτός που ξέρει να παίζει [[κιθάρα]] («εἰ ἐτύγχανες ἱππικὸς ὢν ἅμα καὶ [[κιθαριστικός]]», <b>Πλάτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κιθαριστικῶς</i> (Α)<br />με κιθαριστικό τρόπο.
}}
}}
{{lsm
{{lsm