Anonymous

ἐπίκωπος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [["
(1ab)
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἐπίκωπος]], -ον) [[κώπη]]<br />ο [[κωπηλάτης]] που ρυθμίζει την [[κωπηλασία]], ο [[τελευταίος]] [[προς]] την [[πρύμνη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κωπηλάτης]]<br /><b>2.</b> (για [[σκάφος]]) ο εφοδιασμένος με [[κουπιά]]<br /><b>3.</b> (για [[ξίφος]] ή [[άλλο]] αιχμηρό [[αντικείμενο]]) αυτός που εκτείνεται ώς τη [[λαβή]]<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[ἐπίκωπος]]<br />γρήγορο [[πλοίο]].
|mltxt=ο (Α [[ἐπίκωπος]], -ον) [[κώπη]]<br />ο [[κωπηλάτης]] που ρυθμίζει την [[κωπηλασία]], ο [[τελευταίος]] [[προς]] την [[πρύμνη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κωπηλάτης]]<br /><b>2.</b> (για [[σκάφος]]) ο εφοδιασμένος με [[κουπιά]]<br /><b>3.</b> (για [[ξίφος]] ή [[άλλο]] αιχμηρό [[αντικείμενο]]) αυτός που εκτείνεται ώς τη [[λαβή]]<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ἐπίκωπος]]<br />γρήγορο [[πλοίο]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm