Anonymous

λαγχάνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [["
(1ba)
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λαγχάνω:''' (√<i>ΛΑΧ</i>), μέλ. <i>λήξομαι</i>, Ιων. [[λάξομαι]]· αόρ. βʹ <i>ἔλᾰχον</i>, Επικ. [[ἔλλαχον]], [[λάχον]] (για το <i>λέλᾰχον</i>, βλ. κατωτ. IV)· παρακ. [[εἴληχα]]· υπερσ. <i>εἰλήχειν</i>, ποιητ. και Ιων. παρακ. [[λέλογχα]], γʹ ενικ. υπερσ. <i>ἐλελόγχει</i>, Δωρ. <i>λελόγχη</i> — Παθ., αόρ. <i>ἐλήχθην</i>, παρακ. [[εἴληγμαι]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> με αιτ. πράγμ., [[λαμβάνω]] με κλήρο, λόγω τύχης ή θέλησης των θεών, σε Όμηρ.· με απαρ., [[ἔλαχον]] πολιὴν ἅλα [[ναιέμεν]], μου έλαχε σαν [[μερίδιο]] να [[κατοικώ]] τη [[θάλασσα]], λέει ο Ποσειδώνας (για τη [[διανομή]] του σύμπαντος [[μεταξύ]] των γιων του Κρόνου), σε Ομήρ. Ιλ.· ἔλαχ' [[ἄναξ]] δούλην σ' ἔχειν, σε Ευρ.· λέγεται για θεό που ορίζει την [[ζωή]] κάποιου, ἐμὲ μὲν Κὴρ [[λάχε]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[ιδίως]] στον παρακ., είμαι η [[θεότητα]] που προστατεύει κάποιον [[τόπο]], η [[πολιούχος]] [[θεότητα]], <i>θεοῖσιν</i>, <i>ἡ [[Περσίδα]] γῆν λελόγχασι</i>, σε Ηρόδ.· απόλ., πρὸς Θύμβρης [[ἔλαχον]] Λύκιοι, η [[θέση]] τους είχε ορισθεί κοντά στο «Θυμβραίο [[πεδίο]]», σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για δημόσιους άρχοντες, [[λαμβάνω]] [[αξίωμα]] με κλήρο (βλ. λ. [[κύαμος]] II)· ἀρχὴν [[λαχεῖν]], αντίθ. προς το <i>χειροτονηθῆναι</i> (εκλέγομαι με [[ανάταση]] των χεριών), σε Αριστοφ.· ομοίως, με απαρ., <i>ὁ λαχὼν πολεμαρχέειν</i>, αυτός στον οποίο έπεσε ο [[κλήρος]] να είναι [[πολέμαρχος]], σε Ηρόδ.· <i>οἱ λαχόντες βουλευταί</i> (ενν. [[εἶναι]]), σε Ρήτ.· απόλ., <i>οἱ λαχόντες</i>, εκείνοι στους οποίους έπεσε ο [[κλήρος]], σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> ως Αττ. [[νομικός]] όρος, λαγχάνειν [[δίκην]], [[λαμβάνω]] την [[άδεια]] να παρουσιάσω [[αγωγή]] στο δικαστήριο, σε Πλάτ., σε Ρήτ.· ([[χωρίς]] το [[δίκην]]) <i>λαγχάνειν τινί</i>, κάνω [[μήνυση]] [[εναντίον]] κάποιου, σε Ρήτ.<br /><b class="num">II.</b> με γεν. διαιρ., [[γίνομαι]] [[κάτοχος]] κάποιου πράγματος, [[λαμβάνω]], [[αποκτώ]] [[κάτι]], σε Όμηρ., Αττ.<br /><b class="num">III.</b> απόλ., [[λαμβάνω]], [[τραβώ]] κλήρο, σε Ομήρ. Οδ.· [[ρίχνω]] ψήφο, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">IV.</b>μτβ., Επικ. αναδιπλ. αορ., <i>λέλᾰχον</i>, [[κατέχω]], [[εξουσιάζω]], <i>πυρὸς λελαχεῖν τινα</i>, [[χορηγώ]] σε κάποιον το [[δικαίωμα]] της νεκρώσιμης ακολουθίας [[μετά]] [[πυρός]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">V.</b> αμτβ., [[πέφτω]] στον κλήρο ή στο [[μερίδιο]] κάποιου, [[λαχαίνω]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
|lsmtext='''λαγχάνω:''' (√<i>ΛΑΧ</i>), μέλ. <i>λήξομαι</i>, Ιων. [[λάξομαι]]· αόρ. βʹ <i>ἔλᾰχον</i>, Επικ. [[ἔλλαχον]], [[λάχον]] (για το <i>λέλᾰχον</i>, βλ. κατωτ. IV)· παρακ. [[εἴληχα]]· υπερσ. <i>εἰλήχειν</i>, ποιητ. και Ιων. παρακ. [[λέλογχα]], γʹ ενικ. υπερσ. <i>ἐλελόγχει</i>, Δωρ. <i>λελόγχη</i> — Παθ., αόρ. <i>ἐλήχθην</i>, παρακ. [[εἴληγμαι]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> με αιτ. πράγμ., [[λαμβάνω]] με κλήρο, λόγω τύχης ή θέλησης των θεών, σε Όμηρ.· με απαρ., [[ἔλαχον]] πολιὴν ἅλα [[ναιέμεν]], μου έλαχε σαν [[μερίδιο]] να [[κατοικώ]] τη [[θάλασσα]], λέει ο Ποσειδώνας (για τη [[διανομή]] του σύμπαντος [[μεταξύ]] των γιων του Κρόνου), σε Ομήρ. Ιλ.· ἔλαχ' [[ἄναξ]] δούλην σ' ἔχειν, σε Ευρ.· λέγεται για θεό που ορίζει την [[ζωή]] κάποιου, ἐμὲ μὲν Κὴρ [[λάχε]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[ιδίως]] στον παρακ., είμαι η [[θεότητα]] που προστατεύει κάποιον [[τόπο]], η [[πολιούχος]] [[θεότητα]], <i>θεοῖσιν</i>, ἡ [[Περσίδα]] γῆν λελόγχασι</i>, σε Ηρόδ.· απόλ., πρὸς Θύμβρης [[ἔλαχον]] Λύκιοι, η [[θέση]] τους είχε ορισθεί κοντά στο «Θυμβραίο [[πεδίο]]», σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για δημόσιους άρχοντες, [[λαμβάνω]] [[αξίωμα]] με κλήρο (βλ. λ. [[κύαμος]] II)· ἀρχὴν [[λαχεῖν]], αντίθ. προς το <i>χειροτονηθῆναι</i> (εκλέγομαι με [[ανάταση]] των χεριών), σε Αριστοφ.· ομοίως, με απαρ., <i>ὁ λαχὼν πολεμαρχέειν</i>, αυτός στον οποίο έπεσε ο [[κλήρος]] να είναι [[πολέμαρχος]], σε Ηρόδ.· <i>οἱ λαχόντες βουλευταί</i> (ενν. [[εἶναι]]), σε Ρήτ.· απόλ., <i>οἱ λαχόντες</i>, εκείνοι στους οποίους έπεσε ο [[κλήρος]], σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> ως Αττ. [[νομικός]] όρος, λαγχάνειν [[δίκην]], [[λαμβάνω]] την [[άδεια]] να παρουσιάσω [[αγωγή]] στο δικαστήριο, σε Πλάτ., σε Ρήτ.· ([[χωρίς]] το [[δίκην]]) <i>λαγχάνειν τινί</i>, κάνω [[μήνυση]] [[εναντίον]] κάποιου, σε Ρήτ.<br /><b class="num">II.</b> με γεν. διαιρ., [[γίνομαι]] [[κάτοχος]] κάποιου πράγματος, [[λαμβάνω]], [[αποκτώ]] [[κάτι]], σε Όμηρ., Αττ.<br /><b class="num">III.</b> απόλ., [[λαμβάνω]], [[τραβώ]] κλήρο, σε Ομήρ. Οδ.· [[ρίχνω]] ψήφο, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">IV.</b>μτβ., Επικ. αναδιπλ. αορ., <i>λέλᾰχον</i>, [[κατέχω]], [[εξουσιάζω]], <i>πυρὸς λελαχεῖν τινα</i>, [[χορηγώ]] σε κάποιον το [[δικαίωμα]] της νεκρώσιμης ακολουθίας [[μετά]] [[πυρός]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">V.</b> αμτβ., [[πέφτω]] στον κλήρο ή στο [[μερίδιο]] κάποιου, [[λαχαίνω]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{elru