Anonymous

ἐπίχαλκος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [["
(1ab)
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπίχαλκος]], -ον)<br />επενδεδυμένος, επιστρωμένος με χαλκό ή με ορείχαλκο (α. «επίχαλκο [[σκεύος]]» β. «[[ἐπίχαλκος]] [[ἀσπίς]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[ἐπίχαλκος]]<br />η [[ασπίδα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐπίχαλκον [[στόμα]]» — ο [[αυλητής]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπίχαλκος]], -ον)<br />επενδεδυμένος, επιστρωμένος με χαλκό ή με ορείχαλκο (α. «επίχαλκο [[σκεύος]]» β. «[[ἐπίχαλκος]] [[ἀσπίς]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ἐπίχαλκος]]<br />η [[ασπίδα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐπίχαλκον [[στόμα]]» — ο [[αυλητής]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm