Anonymous

συνείσακτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [["
(39)
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[συνείσακτος]], -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Ν [[συνεισάγω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το θηλ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι συνείσακτοι</i><br /><b>εκκλ.</b> εγκρατείς γυναίκες, αφιερωμένες, [[συνήθως]], παρθένες ή χήρες, οι οποίες συγκατοικούσαν με εγκρατείς άνδρες, κληρικούς ή ασκητές, με σκοπό την πνευματική [[τελείωση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[μαζί]] με άλλον εισαχθείς<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> <i>ὁ</i>, <i>ἡ [[συνείσακτος]]<br />ο [[πνευματικός]] [[αδελφός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «θυγατέρες συνείσακτοι» — νόθες κόρες (<b>Ευστ.</b>).
|mltxt=-η, -ο / [[συνείσακτος]], -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Ν [[συνεισάγω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το θηλ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι συνείσακτοι</i><br /><b>εκκλ.</b> εγκρατείς γυναίκες, αφιερωμένες, [[συνήθως]], παρθένες ή χήρες, οι οποίες συγκατοικούσαν με εγκρατείς άνδρες, κληρικούς ή ασκητές, με σκοπό την πνευματική [[τελείωση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[μαζί]] με άλλον εισαχθείς<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> <i>ὁ</i>, ἡ [[συνείσακτος]]<br />ο [[πνευματικός]] [[αδελφός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «θυγατέρες συνείσακτοι» — νόθες κόρες (<b>Ευστ.</b>).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[συνείσακτος]], -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Ν [[συνεισάγω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το θηλ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι συνείσακτοι</i><br /><b>εκκλ.</b> εγκρατείς γυναίκες, αφιερωμένες, [[συνήθως]], παρθένες ή χήρες, οι οποίες συγκατοικούσαν με εγκρατείς άνδρες, κληρικούς ή ασκητές, με σκοπό την πνευματική [[τελείωση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[μαζί]] με άλλον εισαχθείς<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> <i>ὁ</i>, <i>ἡ [[συνείσακτος]]<br />ο [[πνευματικός]] [[αδελφός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «θυγατέρες συνείσακτοι» — νόθες κόρες (<b>Ευστ.</b>).
|mltxt=-η, -ο / [[συνείσακτος]], -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Ν [[συνεισάγω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το θηλ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι συνείσακτοι</i><br /><b>εκκλ.</b> εγκρατείς γυναίκες, αφιερωμένες, [[συνήθως]], παρθένες ή χήρες, οι οποίες συγκατοικούσαν με εγκρατείς άνδρες, κληρικούς ή ασκητές, με σκοπό την πνευματική [[τελείωση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[μαζί]] με άλλον εισαχθείς<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> <i>ὁ</i>, ἡ [[συνείσακτος]]<br />ο [[πνευματικός]] [[αδελφός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «θυγατέρες συνείσακτοι» — νόθες κόρες (<b>Ευστ.</b>).
}}
}}