Anonymous

κόλακας: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [["
(21)
 
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[κόλαξ]] Α θηλ. [[κολακίς]] -[[ίδος]])<br />αυτός που επαινεί ή περιποιείται με υπερβολική [[φιλοφροσύνη]] κάποιον, [[συνήθως]] ανώτερό του, για να κερδίσει τη [[συμπάθεια]] και την εύνοιά του για προσωπικό όφελος, [[γαλίφης]], [[γλείφτης]] (α. «κρεῖττον εἰς χεῖρας κοράκων ἐμπεσεῖν ἤ κολάκων», παροιμ.<br />β. «διάβολοι και συκοφάνται και κόλακες», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παράσιτος]] («δίαιταν ἥν ἔχουσ' οἱ κόλακες πρὸς ὑμᾱς λέξομεν», Εύπ.)<br /><b>2.</b> <b>μτγν.</b> [[γόης]], [[μάγος]]<br /><b>3.</b> ([[κατά]] κωμική [[παραφθορά]]) [[κόραξ]] («Ἀλκιβιάδης εἶπε πρὸς με τραυλίσας<br />ὁλᾱς; Θέωλος τὴν κεφαλὴν κόλακος ἔχει», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το θηλ.</b> <i>ἡ [[κολακίς]]<br />[[γυναίκα]] η οποία έβαζε την [[πλάτη]] της ως [[σκαλοπάτι]] για να [[πατά]] η [[βασίλισσα]] και να βγαίνει ή να μπαίνει στην [[άμαξα]], αλλ. [[κλιμακίς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ακ</i>- με το οποίο σχηματίζονται πολλές λέξεις της καθομιλουμένης. Πιθ. συνδέεται με τη λ. <i>κηλῶ</i>, ενώ κατ' άλλους με τις λ. [[κέλλω]], [[δύσκολος]]. Ως α' συνθετικό η λ. εμφανίζεται σε κωμικά ανθρωπωνύμια, όπως <i>κολακοφωροκλείδης</i>, <i>κολακώνυμος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κολακεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κολακικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[δημοκόλαξ]], <i>διονυσοκόλαξ</i>, [[κνισοκόλαξ]], [[κυσοκόλαξ]], [[λιμοκόλαξ]], [[μαλακοκόλαξ]], [[μουσοκόλαξ]], [[φαυλοκόλαξ]], [[φιλοκόλαξ]], [[ψωμοκόλαξ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αυλοκόλακας]].
|mltxt=ο (AM [[κόλαξ]] Α θηλ. [[κολακίς]] -[[ίδος]])<br />αυτός που επαινεί ή περιποιείται με υπερβολική [[φιλοφροσύνη]] κάποιον, [[συνήθως]] ανώτερό του, για να κερδίσει τη [[συμπάθεια]] και την εύνοιά του για προσωπικό όφελος, [[γαλίφης]], [[γλείφτης]] (α. «κρεῖττον εἰς χεῖρας κοράκων ἐμπεσεῖν ἤ κολάκων», παροιμ.<br />β. «διάβολοι και συκοφάνται και κόλακες», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παράσιτος]] («δίαιταν ἥν ἔχουσ' οἱ κόλακες πρὸς ὑμᾱς λέξομεν», Εύπ.)<br /><b>2.</b> <b>μτγν.</b> [[γόης]], [[μάγος]]<br /><b>3.</b> ([[κατά]] κωμική [[παραφθορά]]) [[κόραξ]] («Ἀλκιβιάδης εἶπε πρὸς με τραυλίσας<br />ὁλᾱς; Θέωλος τὴν κεφαλὴν κόλακος ἔχει», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το θηλ.</b> ἡ [[κολακίς]]<br />[[γυναίκα]] η οποία έβαζε την [[πλάτη]] της ως [[σκαλοπάτι]] για να [[πατά]] η [[βασίλισσα]] και να βγαίνει ή να μπαίνει στην [[άμαξα]], αλλ. [[κλιμακίς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ακ</i>- με το οποίο σχηματίζονται πολλές λέξεις της καθομιλουμένης. Πιθ. συνδέεται με τη λ. <i>κηλῶ</i>, ενώ κατ' άλλους με τις λ. [[κέλλω]], [[δύσκολος]]. Ως α' συνθετικό η λ. εμφανίζεται σε κωμικά ανθρωπωνύμια, όπως <i>κολακοφωροκλείδης</i>, <i>κολακώνυμος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κολακεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κολακικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[δημοκόλαξ]], <i>διονυσοκόλαξ</i>, [[κνισοκόλαξ]], [[κυσοκόλαξ]], [[λιμοκόλαξ]], [[μαλακοκόλαξ]], [[μουσοκόλαξ]], [[φαυλοκόλαξ]], [[φιλοκόλαξ]], [[ψωμοκόλαξ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αυλοκόλακας]].
}}
}}