3,276,903
edits
(2) |
m (Text replacement - ">" to ">") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀλλήλων]] (ΑΜ)<br />([[αλληλοπαθής]] [[αντωνυμία]] σε γενική πληθυντικού τών τριών γενών, [[δίχως]] ονομαστική<br />δηλώνει αμοιβαία [[ενέργεια]] ή [[κατάσταση]] [[ανάμεσα]] σε δύο ή περισσότερα πρόσωπα ή πράγματα αμοιβαία)<br />ο [[ένας]] τον άλλον, ο [[ένας]] στον άλλον, ο [[ένας]] [[προς]] τον άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. συνδέεται ετυμολογικά με το επίθ. [[άλλος]]. Από αρχικό [[ἄλλος]] ἄλλοιιν</i> | |mltxt=[[ἀλλήλων]] (ΑΜ)<br />([[αλληλοπαθής]] [[αντωνυμία]] σε γενική πληθυντικού τών τριών γενών, [[δίχως]] ονομαστική<br />δηλώνει αμοιβαία [[ενέργεια]] ή [[κατάσταση]] [[ανάμεσα]] σε δύο ή περισσότερα πρόσωπα ή πράγματα αμοιβαία)<br />ο [[ένας]] τον άλλον, ο [[ένας]] στον άλλον, ο [[ένας]] [[προς]] τον άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. συνδέεται ετυμολογικά με το επίθ. [[άλλος]]. Από αρχικό [[ἄλλος]] ἄλλοιιν</i> > <i>ἀλλοαλλοιιν</i> > <i>ἀλλάλλ</i>- (με [[κράση]] ή με [[έκταση]] του β΄ φωνήεντος λόγω της συνθέσεως), απ’ όπου με [[απλοποίηση]] του δεύτερου -<i>λ</i>- <i>ἀλλάλ</i>-, <i>ἀλλήλ</i>-. Κατ' άλλους ο τ. προήλθε από διαφορετικές φραστικές ενότητες (θηλυκού: <i>ἀλλᾶ</i>-<i>ἄλλᾶν</i> ή ουδετέρου: '<i>ἄλλα</i>-<i>ἄλλα</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλληλίζω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[αλλήλως]]]. | ||
}} | }} |