Anonymous

ζαβός: Difference between revisions

From LSJ
12 bytes removed ,  15 January 2019
m
Text replacement - ">" to ">"
(16)
 
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> (για πράγματα) [[στραβός]], [[στρεβλός]], [[λοξός]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει στρεβλό χαρακτήρα, [[άμυαλος]], [[ανόητος]]<br /><b>3.</b> (για ανθρώπους ή ζώα) [[δύστροπος]], [[ιδιότροπος]], [[κακός]] [[ανάποδος]]<br /><b>4.</b> [[παράνομος]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ζαβό</i><br />α) [[παρανομία]]<br />β) υπερβολική [[παραξενιά]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ζαβά</i> (Μ ζαβά)<br /><b>1.</b> στραβά, [[λοξά]], σκολιώς, στρεβλώς («ζαβά, [[τυφλά]] πορπάτει», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανάποδα]], άτυχα, αντίξοα («του ήρθαν όλα ζαβά»)<br /><b>3.</b> [[παράνομα]] («[ο [[άνθρωπος]]] πολομᾱ ζαβὰ πρὸς τὸν αὐθέντην νὰ πάρει τὴν ὁδόν του», Ασσίζ.)<br /><b>4.</b> ανόητα, άστοχα («δεν ήτο μπορετό [[ατός]] του να θελήσει [[έτσι]] ζαβά την [[προξενειά]] νά 'ρθει να μού μιλήσει», <b>Ερωτόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Προέρχεται από τον μτγν. αρχ. ελλ. τ. [[Σάβος]] ή <i>Σαβός</i> «βακχεύων, [[τρελός]]», με ηχηροποίηση του αρκτικού <i>σ</i> σε <i>ζ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[σάκχαρις]]&GT; [[ζάχαρη]]). Από τη λ. [[ζαβός]] προήλθε και το μσν.-νεοελλ. επίθ. [[ζερβός]] ([[ζαβός]] &GT; [[ζαβρός]] &GT; <i>ζαρβός</i> &GT; [[ζερβός]])].
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> (για πράγματα) [[στραβός]], [[στρεβλός]], [[λοξός]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει στρεβλό χαρακτήρα, [[άμυαλος]], [[ανόητος]]<br /><b>3.</b> (για ανθρώπους ή ζώα) [[δύστροπος]], [[ιδιότροπος]], [[κακός]] [[ανάποδος]]<br /><b>4.</b> [[παράνομος]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ζαβό</i><br />α) [[παρανομία]]<br />β) υπερβολική [[παραξενιά]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ζαβά</i> (Μ ζαβά)<br /><b>1.</b> στραβά, [[λοξά]], σκολιώς, στρεβλώς («ζαβά, [[τυφλά]] πορπάτει», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανάποδα]], άτυχα, αντίξοα («του ήρθαν όλα ζαβά»)<br /><b>3.</b> [[παράνομα]] («[ο [[άνθρωπος]]] πολομᾱ ζαβὰ πρὸς τὸν αὐθέντην νὰ πάρει τὴν ὁδόν του», Ασσίζ.)<br /><b>4.</b> ανόητα, άστοχα («δεν ήτο μπορετό [[ατός]] του να θελήσει [[έτσι]] ζαβά την [[προξενειά]] νά 'ρθει να μού μιλήσει», <b>Ερωτόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Προέρχεται από τον μτγν. αρχ. ελλ. τ. [[Σάβος]] ή <i>Σαβός</i> «βακχεύων, [[τρελός]]», με ηχηροποίηση του αρκτικού <i>σ</i> σε <i>ζ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[σάκχαρις]]> [[ζάχαρη]]). Από τη λ. [[ζαβός]] προήλθε και το μσν.-νεοελλ. επίθ. [[ζερβός]] ([[ζαβός]] > [[ζαβρός]] > <i>ζαρβός</i> > [[ζερβός]])].
}}
}}