3,274,313
edits
(1ab) |
m (Text replacement - ">" to ">") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (AM [[θέμις]], -ιδος, Α επικ. γεν. θέμιστος, δωρ. γεν. [[θεμιτός]], ιων. γεν. θέμιος, πληθ. θέμιστες) [[δικαιοσύνη]], [[δίκαιο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[ναός]] της θέμιδος» — ο [[τόπος]] όπου απονέμεται η [[δικαιοσύνη]], το δικαστήριο<br />β) «οι λειτουργοί της θέμιδος» — οι νομικοί και [[ιδίως]] οι δικαστές<br />γ) «η [[σπάθη]] της θέμιδος», «ο [[ζυγός]] της θέμιδος» — η [[σπάθη]] και ο [[ζυγός]] ως σύμβολα της δικαιοσύνης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θεσμός]] καθιερωμένος όχι [[κατόπιν]] αποφάσεως, [[αλλά]] κατ' [[έθος]] και δια της παραδόσεως από [[γενεά]] σε [[γενεά]], το [[ορθό]], το νόμιμο<br /><b>2.</b> [[ιερότητα]] («καὶ τήνδ' ἀκούεις ὁρκίων ἐμῶν θέμιν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ποινή]], [[τιμωρία]] («μένει δορὶ τίνειν ἀντίρροπον θέμιν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[θέμις]] ἐστί» — [[είναι]] [[δίκαιο]], [[είναι]] νόμιμο («οὔ μοι [[θέμις]] εστί ξεῖνον άτιμήσαι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />β) «ἥ [[θέμις]] ἐστί» — το οποίο [[είναι]] [[συνήθεια]], όπως [[είναι]] το [[έθιμο]]<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> <i>αἱ θέμιστες</i><br />α) οι αποφάσεις τών θεών, οι χρησμοί<br />β) τα δικαιώματα, [[ιδίως]] του άρχοντος ως δικαστή, τα προνόμια<br />γ) οι φόροι υποτέλειας («λιπαράς τελέουσι θέμιστας», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />δ) οι υφιστάμενοι νόμοι, οι διατάξεις («δικασπόλοι, οἵ τε θέμιστας [[προς]] [[Διός]] [[εἰρύαται]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />ε) αξιώσεις ή απαιτήσεις για τις οποίες αποφασίζουν οι βασιλείς ή οι δικαστές («σκολιῆς δὲ δίκης κρίνωσι θέμιστας», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ἡ Θέμις</i><br />α) η θεά του νόμου και της τάξης<br />β) (ως [[προσωποποίηση]]) η Δικαιοσύνη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή στον τ. <i>temi</i> και στη γεν. εν. <i>timito</i> με [[σημασία]] «[[σέβας]]» (κατ' άλλους, όμως, «όριο»), ενώ οι σημασίες της στους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς ποικίλλουν («[[έθιμο]]», «[[δικαίωμα]]», «[[κρίση]]», «[[χρησμός]]» <b>κ.λπ.</b>). Τελικά επικράτησε η εξειδικευμένη [[σημασία]] «[[ηθικός]] [[κανόνας]] δικαίου θείας προελεύσεως» και η [[έννοια]] προσωποποιήθηκε στην ομώνυμη θεά. Κατά γενική [[παραδοχή]], ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>dh</i><i>ē</i>-/<i>dh</i><i>ә</i><sub>1</sub>- «[[τοποθετώ]]», όπως και το <i>τί</i>-<i>θημι</i>. Συνδέεται με το αβεστ. <i>d</i><i>ā</i>-<i>mi</i> «[[δημιουργία]]» [[παρά]] το μακρό [[φωνήεν]] του τελευταίου (η [[ίδια]] [[διαφορά]] ποσότητας φωνηέντων παρατηρείται [[μεταξύ]] του [[θέσις]] και του αβεστ. <i>d</i><i>ā</i>-<i>ti</i> «[[τοποθέτηση]]»). Υπάρχει, όμως, [[διάσταση]] απόψεων όσον αφορά στους τ. με -<i>στ</i>- (λ.χ. [[παράλληλος]] τ. γεν. <i>θέμιστ</i>-<i>ος</i> παρ. επί θ. <i>θεμίστ</i>-<i>ιος</i> <b>κ.λπ.</b>). Κατά μία [[άποψη]], η λ. [[είναι]] σύνθετη με <i>α΄</i> συνθετικό <i>θεμι</i>- και β' συνθετικό τη [[ρίζα]] <i>στα</i>- του [[ίστημι]] στη μηδενισμένη της [[βαθμίδα]] <i>στᾰ</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>st</i><i>ә</i>). Η [[ερμηνεία]] αυτή, όμως, δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από όσα επιλύει. Κατ' άλλους, το θ. <i>θεμιστ</i>- προήλθε από τον αναλογικά σχηματισμένο τ. [[αθέμιστος]] (<span style="color: red;"><</span> [[θέμις]], [[κατά]] τα [[χάρις]] | |mltxt=<b>(I)</b><br />η (AM [[θέμις]], -ιδος, Α επικ. γεν. θέμιστος, δωρ. γεν. [[θεμιτός]], ιων. γεν. θέμιος, πληθ. θέμιστες) [[δικαιοσύνη]], [[δίκαιο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[ναός]] της θέμιδος» — ο [[τόπος]] όπου απονέμεται η [[δικαιοσύνη]], το δικαστήριο<br />β) «οι λειτουργοί της θέμιδος» — οι νομικοί και [[ιδίως]] οι δικαστές<br />γ) «η [[σπάθη]] της θέμιδος», «ο [[ζυγός]] της θέμιδος» — η [[σπάθη]] και ο [[ζυγός]] ως σύμβολα της δικαιοσύνης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θεσμός]] καθιερωμένος όχι [[κατόπιν]] αποφάσεως, [[αλλά]] κατ' [[έθος]] και δια της παραδόσεως από [[γενεά]] σε [[γενεά]], το [[ορθό]], το νόμιμο<br /><b>2.</b> [[ιερότητα]] («καὶ τήνδ' ἀκούεις ὁρκίων ἐμῶν θέμιν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ποινή]], [[τιμωρία]] («μένει δορὶ τίνειν ἀντίρροπον θέμιν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[θέμις]] ἐστί» — [[είναι]] [[δίκαιο]], [[είναι]] νόμιμο («οὔ μοι [[θέμις]] εστί ξεῖνον άτιμήσαι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />β) «ἥ [[θέμις]] ἐστί» — το οποίο [[είναι]] [[συνήθεια]], όπως [[είναι]] το [[έθιμο]]<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> <i>αἱ θέμιστες</i><br />α) οι αποφάσεις τών θεών, οι χρησμοί<br />β) τα δικαιώματα, [[ιδίως]] του άρχοντος ως δικαστή, τα προνόμια<br />γ) οι φόροι υποτέλειας («λιπαράς τελέουσι θέμιστας», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />δ) οι υφιστάμενοι νόμοι, οι διατάξεις («δικασπόλοι, οἵ τε θέμιστας [[προς]] [[Διός]] [[εἰρύαται]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />ε) αξιώσεις ή απαιτήσεις για τις οποίες αποφασίζουν οι βασιλείς ή οι δικαστές («σκολιῆς δὲ δίκης κρίνωσι θέμιστας», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ἡ Θέμις</i><br />α) η θεά του νόμου και της τάξης<br />β) (ως [[προσωποποίηση]]) η Δικαιοσύνη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή στον τ. <i>temi</i> και στη γεν. εν. <i>timito</i> με [[σημασία]] «[[σέβας]]» (κατ' άλλους, όμως, «όριο»), ενώ οι σημασίες της στους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς ποικίλλουν («[[έθιμο]]», «[[δικαίωμα]]», «[[κρίση]]», «[[χρησμός]]» <b>κ.λπ.</b>). Τελικά επικράτησε η εξειδικευμένη [[σημασία]] «[[ηθικός]] [[κανόνας]] δικαίου θείας προελεύσεως» και η [[έννοια]] προσωποποιήθηκε στην ομώνυμη θεά. Κατά γενική [[παραδοχή]], ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>dh</i><i>ē</i>-/<i>dh</i><i>ә</i><sub>1</sub>- «[[τοποθετώ]]», όπως και το <i>τί</i>-<i>θημι</i>. Συνδέεται με το αβεστ. <i>d</i><i>ā</i>-<i>mi</i> «[[δημιουργία]]» [[παρά]] το μακρό [[φωνήεν]] του τελευταίου (η [[ίδια]] [[διαφορά]] ποσότητας φωνηέντων παρατηρείται [[μεταξύ]] του [[θέσις]] και του αβεστ. <i>d</i><i>ā</i>-<i>ti</i> «[[τοποθέτηση]]»). Υπάρχει, όμως, [[διάσταση]] απόψεων όσον αφορά στους τ. με -<i>στ</i>- (λ.χ. [[παράλληλος]] τ. γεν. <i>θέμιστ</i>-<i>ος</i> παρ. επί θ. <i>θεμίστ</i>-<i>ιος</i> <b>κ.λπ.</b>). Κατά μία [[άποψη]], η λ. [[είναι]] σύνθετη με <i>α΄</i> συνθετικό <i>θεμι</i>- και β' συνθετικό τη [[ρίζα]] <i>στα</i>- του [[ίστημι]] στη μηδενισμένη της [[βαθμίδα]] <i>στᾰ</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>st</i><i>ә</i>). Η [[ερμηνεία]] αυτή, όμως, δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από όσα επιλύει. Κατ' άλλους, το θ. <i>θεμιστ</i>- προήλθε από τον αναλογικά σχηματισμένο τ. [[αθέμιστος]] (<span style="color: red;"><</span> [[θέμις]], [[κατά]] τα [[χάρις]] > [[αχάριστος]]), και από τα ανθρωπωνύμια, όπως το <i>Θεμιστο</i>-[[κλής]], τών οποίων το α' συνθετικό θεωρείται από τους υποστηρικτές της απόψεως αυτής ως [[υπερθετικός]] [[βαθμός]] του επιθ. [[θέμερος]]. Ωστόσο, οι μυκηναϊκοί παράγωγοι τ. <i>temitijo</i>, <i>temitija</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τοπωνύμιο]] <i>Timito akee</i>) αποτελούν [[τεκμήριο]] [[εξαρχής]] υπάρξεως του θ. με -<i>στ</i>-([[αλλιώς]] θα είχαμε <i>temisijo</i>, <i>temisija</i>). Μια [[τρίτη]] [[άποψη]] θεωρεί ως αρχικό τ. το ουδ. ουσιαστικό <i>θέμι</i>, γεν. <i>θέμιτ</i>-<i>ος</i> ([[κατά]] το [[άλφι]], γεν. <i>άλφιτ</i>-<i>ος</i>), του οποίου η [[κλίση]] εξομοιώθηκε με τα ουδ. σε -<i>ς</i> ([[οπότε]] δημιουργήθηκε και η απρόσωπη [[έκφραση]] [[θέμις]] εστί</i> —[[κατά]] το [[δέον]] εστί—</i> με το [[θέμις]] ουδέτερο). Η [[σύγχυση]] τών δύο θεμάτων δημιούργησε τ. με -<i>στ</i>-, όπως [[είναι]] η γεν. εν. <i>θέμιστ</i>-<i>ος</i>. Με την επακολουθήσασα [[μεταβολή]] γένους επικράτησε η γεν. εν. με -<i>δ</i>- <i>θέμιδ</i>-<i>ος</i>, χαρακτηριστική τών θηλυκών (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Αρτέμιδ</i>-<i>ος</i>, <i>ασπίδ</i>-<i>ος</i>) [[χωρίς]] να έχει [[ποτέ]] υπάρξει ονομαστική <i>θέμιδ</i>-<i>ς</i> αντίστοιχη της αμάρτυρης <i>ασπίδ</i>-<i>ς</i>. Και τα [[τέσσερα]] θ. <i>θεμι</i>-, <i>θεμισ</i>-, <i>θεμιτ</i>- και <i>θεμιστ</i>- απαντούν στα παράγωγα και στα [[σύνθετα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θεμιτός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θεμίζω]], <i>θεμισσεύω</i>, [[θεμιστείος]], [[θεμιστεύω]], [[θεμίστιος]], [[θεμιστός]], <i>θεμιστοσύναι</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <i>Θεμιστοκλής</i>, [[θεμιστοπόλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θεμίξενος]], [[θεμίπλεκτος]], [[θεμισκόπος]], [[θεμισκρέων]], <i>Θεμιστόδωρος</i>. (Β' συνθετικό) [[αθέμιτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[άθεμις]], [[αθεμίστιος]], [[αθέμιστος]]].<br /><b>(II)</b><br />[[θέμις]], -εως, ἡ (Α)<br /><b>επιγρ.</b> [[θεματίτης]] [[αγώνας]], [[αγώνας]] για τον οποίο έχει τεθεί έπαθλο, αντίθ. του [[στεφανίτης]], στον οποίο οι αθλητές αγωνίζονταν μόνο για το [[στεφάνι]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |