3,274,216
edits
(1a) |
m (Text replacement - ">" to ">") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[βληχή]], Α και [[βλαχά]], δωρ. τ.)<br />το [[βέλασμα]] των προβάτων<br /><b>αρχ.</b><br />το [[κλάμα]] του βρέφους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. λ. ονοματοποιημένη. Η [[άποψη]] [[κατά]] την οποία το [[βληχή]] προέρχεται από το [[βληχώμαι]] (-<i>άομαι</i>), αν το [[βληχώμαι]] θεωρηθεί [[ανεξάρτητος]] [[επιτατικός]] [[σχηματισμός]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[βρυχώμαι]], [[μυκώμαι]]), αίρεται από το [[γεγονός]] ότι το [[βληχώμαι]] [[είναι]] μτγν. του [[βληχή]], ενώ αβέβαιη φαίνεται και η [[υπόθεση]] ότι [[βληχώμαι]] <span style="color: red;"><</span> [[βληχή]]. Ο τ. <i>βλᾱχᾱ</i>, ο [[οποίος]] απαντά σε λυρικά χωρία τραγικών, πιθ. αποτελεί υπερδωρισμό. Τέλος, η λ. [[βληχή]] συσχετίζεται σημασιολογικά και μορφολογικά με άλλους ινδοευρ. τ. που βασίζονται σε αρχική [[ρίζα]] <i>bl</i><i>ē</i>-, παρεκτεταμένη με διάφορα προσδιοριστικά σύμφωνα<br /><b>[[πρβλ]].</b> τσεχ. <i>blekati</i>, μσν. γερμ. <i>bleken</i> | |mltxt=η (AM [[βληχή]], Α και [[βλαχά]], δωρ. τ.)<br />το [[βέλασμα]] των προβάτων<br /><b>αρχ.</b><br />το [[κλάμα]] του βρέφους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. λ. ονοματοποιημένη. Η [[άποψη]] [[κατά]] την οποία το [[βληχή]] προέρχεται από το [[βληχώμαι]] (-<i>άομαι</i>), αν το [[βληχώμαι]] θεωρηθεί [[ανεξάρτητος]] [[επιτατικός]] [[σχηματισμός]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[βρυχώμαι]], [[μυκώμαι]]), αίρεται από το [[γεγονός]] ότι το [[βληχώμαι]] [[είναι]] μτγν. του [[βληχή]], ενώ αβέβαιη φαίνεται και η [[υπόθεση]] ότι [[βληχώμαι]] <span style="color: red;"><</span> [[βληχή]]. Ο τ. <i>βλᾱχᾱ</i>, ο [[οποίος]] απαντά σε λυρικά χωρία τραγικών, πιθ. αποτελεί υπερδωρισμό. Τέλος, η λ. [[βληχή]] συσχετίζεται σημασιολογικά και μορφολογικά με άλλους ινδοευρ. τ. που βασίζονται σε αρχική [[ρίζα]] <i>bl</i><i>ē</i>-, παρεκτεταμένη με διάφορα προσδιοριστικά σύμφωνα<br /><b>[[πρβλ]].</b> τσεχ. <i>blekati</i>, μσν. γερμ. <i>bleken</i> > νέο άνω γερμ. <i>bloken</i><br />αγγλοσαξ. <i>bl</i><i>ō</i><i>etan</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>blazen</i> κ.ά.]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |