3,277,055
edits
(1ba) |
m (Text replacement - ">" to ">") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α [[μένος]])<br /><b>1.</b> ακράτητη ψυχική [[ορμή]], [[παραφορά]], [[έξαψη]] φρονήματος, [[μανία]], [[πάθος]] («ὀργῆς καὶ μένους [[ἐμπλήμενος]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[πνέω]] μένεα» — [[είμαι]] πολύ οργισμένος, [[ζητώ]] [[εκδίκηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα) [[δύναμη]], [[ισχύς]] (α. «οἱ δὲ [[μένος]] χειρῶν ἰθὺς φέρον», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ἄστρων θερμὸν [[μένος]]», Παρμ.)<br /><b>2.</b> (για ζώα) [[αγριότητα]]<br /><b>3.</b> ζωική [[δύναμη]], η ζωή («ἔτι γὰρ θερμαὶ σύριγγες.ἄνω φυσῶσι [[μέλαν]] [[μένος]]»<br /><b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[φυσική]] ή ψυχική [[διάθεση]], υψηλό [[φρόνημα]] [[κατά]] τη [[μάχη]] («Τρωσίν, τῶν [[μένος]] αἰὲν ἀτάσθαλον, οὐδὲ δύνανται φυλόπιδος κορέσασθαι ὁμοίου πολέμοιο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «μένεα πνείοντες» — θαρραλέοι (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>6.</b> χρησιμοποιείται σε πολλές περιφράσεις, όπως: α) «[[μένος]] Ἀτρεΐδαο» — ο Ατρείδης<br />β) «ἱερὸν [[μένος]] Ἀντινόοιο» — ο Αντίνοος<br />γ) «αἰθέριον [[μένος]]» — ο [[αιθέρας]]<br />δ) «καταφθιμένου [[μένος]] ἀνδρός» — νεκρόν άνδρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι λέξεις [[μένος]] [[καθώς]] και ο [[αρχαϊκός]] τ. παρακμ. [[μέμονα]], που απαντά στον Όμηρο και στη λυρική [[ποίηση]] (ο πληθ. <i>μέ</i>-<i>μα</i>-<i>μεν</i> και η μτχ. <i>με</i>-<i>μα</i>-<i>ώς</i> ανάγονται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας, ενώ ο τ. <i>με</i>-<i>μᾱ</i>-<i>ότες</i> οφείλεται σε [[μετρική]] [[έκταση]] του βραχέος -<i>α</i>-), ανάγονται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>men</i>- «[[σκέπτομαι]], [[φέρνω]] στον νου μου, [[σκοπεύω]] να [[κάνω]] [[κάτι]]». Στην [[ομάδα]] τών τύπων [[μέμονα]] και [[μένος]] η σημ. της ρίζας έχει εξελιχθεί σε «[[θερμότητα]], [[ορμή]], [[θέληση]] για [[μάχη]]», ενώ μια [[ακόμη]] πιο χαρακτηριστική σημασιολογική [[εξέλιξη]] της ίδιας ρίζας παρατηρείται στο ρ. [[μαίνομαι]]. Ο παρακμ. [[μέμονα]] ως [[προς]] τη [[μορφή]] αντιστοιχεί ακριβώς [[προς]] το λατ. <i>memini</i> «[[θυμάμαι]]». Επίσης συνδέεται με τα γοτθ. <i>man</i> «[[σκέπτομαι]], [[πιστεύω]]» ([[χωρίς]] διπλασιασμό) και <i>ga</i>-<i>man</i> «[[θυμάμαι]]». Η συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας (<i>μη</i> | |mltxt=το (Α [[μένος]])<br /><b>1.</b> ακράτητη ψυχική [[ορμή]], [[παραφορά]], [[έξαψη]] φρονήματος, [[μανία]], [[πάθος]] («ὀργῆς καὶ μένους [[ἐμπλήμενος]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[πνέω]] μένεα» — [[είμαι]] πολύ οργισμένος, [[ζητώ]] [[εκδίκηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα) [[δύναμη]], [[ισχύς]] (α. «οἱ δὲ [[μένος]] χειρῶν ἰθὺς φέρον», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ἄστρων θερμὸν [[μένος]]», Παρμ.)<br /><b>2.</b> (για ζώα) [[αγριότητα]]<br /><b>3.</b> ζωική [[δύναμη]], η ζωή («ἔτι γὰρ θερμαὶ σύριγγες.ἄνω φυσῶσι [[μέλαν]] [[μένος]]»<br /><b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[φυσική]] ή ψυχική [[διάθεση]], υψηλό [[φρόνημα]] [[κατά]] τη [[μάχη]] («Τρωσίν, τῶν [[μένος]] αἰὲν ἀτάσθαλον, οὐδὲ δύνανται φυλόπιδος κορέσασθαι ὁμοίου πολέμοιο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «μένεα πνείοντες» — θαρραλέοι (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>6.</b> χρησιμοποιείται σε πολλές περιφράσεις, όπως: α) «[[μένος]] Ἀτρεΐδαο» — ο Ατρείδης<br />β) «ἱερὸν [[μένος]] Ἀντινόοιο» — ο Αντίνοος<br />γ) «αἰθέριον [[μένος]]» — ο [[αιθέρας]]<br />δ) «καταφθιμένου [[μένος]] ἀνδρός» — νεκρόν άνδρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι λέξεις [[μένος]] [[καθώς]] και ο [[αρχαϊκός]] τ. παρακμ. [[μέμονα]], που απαντά στον Όμηρο και στη λυρική [[ποίηση]] (ο πληθ. <i>μέ</i>-<i>μα</i>-<i>μεν</i> και η μτχ. <i>με</i>-<i>μα</i>-<i>ώς</i> ανάγονται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας, ενώ ο τ. <i>με</i>-<i>μᾱ</i>-<i>ότες</i> οφείλεται σε [[μετρική]] [[έκταση]] του βραχέος -<i>α</i>-), ανάγονται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>men</i>- «[[σκέπτομαι]], [[φέρνω]] στον νου μου, [[σκοπεύω]] να [[κάνω]] [[κάτι]]». Στην [[ομάδα]] τών τύπων [[μέμονα]] και [[μένος]] η σημ. της ρίζας έχει εξελιχθεί σε «[[θερμότητα]], [[ορμή]], [[θέληση]] για [[μάχη]]», ενώ μια [[ακόμη]] πιο χαρακτηριστική σημασιολογική [[εξέλιξη]] της ίδιας ρίζας παρατηρείται στο ρ. [[μαίνομαι]]. Ο παρακμ. [[μέμονα]] ως [[προς]] τη [[μορφή]] αντιστοιχεί ακριβώς [[προς]] το λατ. <i>memini</i> «[[θυμάμαι]]». Επίσης συνδέεται με τα γοτθ. <i>man</i> «[[σκέπτομαι]], [[πιστεύω]]» ([[χωρίς]] διπλασιασμό) και <i>ga</i>-<i>man</i> «[[θυμάμαι]]». Η συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας (<i>μη</i> > <i>μα</i>-) εμφανίζεται και στο γοτθ. <i>mun</i>-<i>um</i>, [[καθώς]] και στα ρηματ. επίθ. <i>αυτό</i>-<i>μα</i>-<i>τος</i>, <i>ηλέ</i>-<i>μα</i>-<i>τος</i>. Η λ. [[μένος]] [[είναι]] ένα σιγμόληκτο ουδέτερο <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μενεσ</i>-), που αντιστοιχεί ακριβώς με αρχ. ινδ. <i>manas</i>-, αβεστ. <i>manah</i>-. Επίσης το συνθ. <i>δυσ</i>-<i>μενής</i> συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>durmanus</i>- «[[προβληματικός]]» και αβεστ. <i>dušmanah</i>- «[[εχθρικός]]» (για το αβεστ. ανθρωπωνύμιο <i>Hax</i><i>ā</i>-<i>maniš</i> <b>[[πρβλ]].</b> <i>Ἀχαιμένης</i>). Υπάρχει, [[τέλος]], μια παρεκτεταμένη [[μορφή]] της ρίζας <i>men</i>-,<i>η</i> [[ρίζα]] <i>men</i>-<i>ti</i>-, που στη λατ. παρήγαγε τύπους δηλωτικούς της σημ. «[[εξυπνάδα]], [[μυαλό]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>mens</i>, <i>mentis</i> «[[νους]]», <i>memini</i> και <i>mentio</i>, που σημασιολογικά συνδέονται με το [[μιμνήσκω]]). Στην [[ίδια]] παρεκτεταμένη [[μορφή]] της ρίζας ανάγονται και τα αρχ. ινδ. <i>mati</i>-, λιθουαν. <i>mintis</i> «[[σκέψη]]», γοτθ. <i>gamunds</i>, αρχ. σλαβ. <i>pameti</i> «[[θύμηση]]». Η λ. [[μένος]] απαντά ως β' συνθετικό σε [[σύνθετα]] σε -<i>μενής</i>, [[καθώς]] και σε ανθρωπωνύμια σε -<i>μένης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Ευ</i>-<i>μένης</i>, <i>Κλεομένης</i>) ήδη από τη μυκηναϊκή [[εποχή]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[μενεαίνω]], [[μενοινώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[μενοεικής]]. (Β' συνθετικό) [[δυσμενής]], [[ευμενής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμενής]], [[εμμενής]], [[ευρυμενής]], [[πραϋμενής]], [[υπερμενής]]). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |