3,273,006
edits
(1ba) |
m (Text replacement - ">" to ">") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[κρήνη]], Α δωρ. τ. [[κράνα]], αιολ. τ. [[κράννα]])<br /><b>1.</b> [[κτίσμα]] με έναν ή περισσότερους κρουνούς από τους οποίους τρέχει [[νερό]]<br /><b>2.</b> [[φυσική]] [[πηγή]] ύδατος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[πηγή]] («απ' την αστείρευτη του ήλιου [[κρήνη]]», Ζερβ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>αἱ κρῆναι</i><br />το [[νερό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. [[κρήνη]], [[κράνα]] και [[κράννα]] ανάγονται σε <i>κράσνα</i>. Έτσι, από τον τ. <i>κράσνα</i> | |mltxt=η (AM [[κρήνη]], Α δωρ. τ. [[κράνα]], αιολ. τ. [[κράννα]])<br /><b>1.</b> [[κτίσμα]] με έναν ή περισσότερους κρουνούς από τους οποίους τρέχει [[νερό]]<br /><b>2.</b> [[φυσική]] [[πηγή]] ύδατος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[πηγή]] («απ' την αστείρευτη του ήλιου [[κρήνη]]», Ζερβ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>αἱ κρῆναι</i><br />το [[νερό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. [[κρήνη]], [[κράνα]] και [[κράννα]] ανάγονται σε <i>κράσνα</i>. Έτσι, από τον τ. <i>κράσνα</i> > [[κράννα]] (<b>αιολ. τ.</b>), με [[αφομοίωση]], και <i>κρᾱνᾱ</i> (<b>δωρ. τ.</b>), με [[αντέκταση]]. Ο αττ. τ. [[κρήνη]] (<span style="color: red;"><</span> <i>κρᾱνη</i>) εμφανίζει [[δυσκολία]] λόγω της εμφάνισης του -<i>ρη</i>- [[αντί]] του αναμενόμενου -<i>ρᾱ</i>-, που εξηγείται [[είτε]] με ανομοιωτική [[τροπή]] του -<i>ρᾱνη</i> σε -<i>ρήνη</i> [[είτε]] με υπεραττικισμό (λόγω του -<i>η</i>- [[αντί]] του αναμενόμενου -<i>ᾱ</i>- [[μετά]] από <i>ρ</i>). Ο τ. <i>κράσνα</i> ανάγεται πιθ. σε ΙΕ τ. <i>krsn</i><i>ā</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> [[κρουνός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>krosno</i>), [[οπότε]] συνδέεται με αρχ. νορβ. <i>hronn</i>, αγγλοσαξ. <i>hroen</i>, <i>hoern</i>. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. [[κρήνη]] «κύρια [[πηγή]], [[κεφαλόβρυσο]]» συνδέεται με τη λ. [[κάρα]] «[[κεφαλή]]», λόγω της σημασιολογικής συγγένειας, <b>[[πρβλ]].</b> [[κράνα]]<br />[[κεφαλή]] (<b>Ησύχ.</b>) και λατ. <i>caput fontis</i> «[[κεφαλόβρυσο]]». Κατ' άλλους, [[τέλος]], η λ. [[είναι]] αιγαιακό [[δάνειο]]. Η λ. μαρτυρείται σε [[πολλά]] τοπωνύμια (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Κραννούν</i>) και ως β' συνθετικό (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Ιπποκρήνη</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κρηναίος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κρήνηθεν]], [[κρηνήιος]], [[κρήνηνδε]], [[κρηνιάς]], [[κρηνίδιον]], [[κρηνίον]], [[κρηνίς]], [[κρηνίτις]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κρηνικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[κρηνούχος]], [[κρηνοφύλαξ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κρηνοθεραπεία]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>αγχίκρηνος</i>, [[εύκρηνος]], [[καλλίκρηνος]], <i>υποκρήνη</i>, [[υπόκρηνος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |