Anonymous

οξιά: Difference between revisions

From LSJ
15 bytes removed ,  15 January 2019
m
Text replacement - ">" to ">"
(29)
 
m (Text replacement - ">" to ">")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[οξυά]], η (Α [[ὀξύα]] και ιων. τ. [[ὀξύη]] και μτγν. [[ὀξέα]])<br />[[κοινή]] [[σήμερα]] [[ονομασία]] τών ειδών φυλλοβόλων δένδρων που, σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική [[ταξινόμηση]], ανήκει στο [[γένος]] Fagus της οικογένειας [[φηγίδες]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[λευκό]] [[ξύλο]] που προέρχεται από το [[παραπάνω]] δασικό [[δέντρο]] και [[είναι]] κατάλληλο για την ξυλουργική και την [[επιπλοποιία]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] αρπακτικού πτηνού<br /><b>αρχ.</b><br />[[στέλεχος]] δόρατος από [[ξύλο]] του [[παραπάνω]] δέντρου («τεύχη κόμιζε, χειρὶ δ' ἔνθες ὀξύην», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο [[αρχικός]] τ. με σημ. «[[οξιά]]» αντικαταστάθηκε στην Ελληνική από τον τ. [[φηγός]] «[[βαλανιδιά]]» (<b>βλ. λ.</b> [[φηγός]]), ενώ ο τ. [[ὀξύα]], σχηματισμένος κατ' [[επίδραση]] του επιθ. [[ὀξύς]] (<b>πρβλ.</b> [[ὀξίνα]]), ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>ō</i><i>s</i><br />/ <i>ō</i><i>s</i>-<i>i</i>-<i>s</i> / <i>ō</i><i>s</i>-<i>en</i> με σημ. «[[μελία]]» και συνδέεται με αλβ. <i>ah</i> με σημ. «[[οξιά]]», όπως και στην Ελληνική, αρμ. <i>haci</i> «[[μελία]]», αρχ. άνω γερμ. <i>ask</i> και αγγλοσαξ. <i>aesc</i> «[[μελία]]». Ο μτγν. τ. [[ὀξέα]] έχει σχηματιστεί [[κατά]] τα [[ἰτέα]], [[μηλέα]], ενώ ο νεοελλ. τ. [[οξιά]] έχει προέλθει με [[συνίζηση]] από τον τ. [[ὀξέα]] (<b>πρβλ.</b> [[μηλέα]] &GT; [[μηλιά]]). Ως [[προς]] την [[ορθογραφία]] της λ. [[είναι]] φανερό ότι η μεν [[γραφή]] της λ. με -<i>υ</i>- (που [[είναι]] και ο αρχαιότερος [[τύπος]]) ερμηνεύεται από την παρετυμολογική [[σύνδεση]] του αρχικού τ. της λ. με το θηλ. του επιθ. [[ὀξύς]], ενώ ως κρατούσα [[ορθογραφία]] [[σήμερα]] μπορεί να θεωρηθεί η [[γραφή]] με -<i>ι</i> ([[οξιά]]), μια και ο ήδη [[αρχαίος]] ([[μεταγενέστερος]]) τ. [[ὀξέα]] [[κατά]] τα [[πολλά]] ονόματα δένδρων σε -<i>εα</i> εξελίχθηκε σε -<i>ια</i> με [[συνίζηση]]: [[μηλέα]] &GT; [[μηλιά]], [[ἐλαία]] &GT; [[ελιά]], [[πτελέα]] &GT; [[φτελιά]]<br />άρα και [[ὀξέα]] &GT; [[οξιά]]].
|mltxt=και [[οξυά]], η (Α [[ὀξύα]] και ιων. τ. [[ὀξύη]] και μτγν. [[ὀξέα]])<br />[[κοινή]] [[σήμερα]] [[ονομασία]] τών ειδών φυλλοβόλων δένδρων που, σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική [[ταξινόμηση]], ανήκει στο [[γένος]] Fagus της οικογένειας [[φηγίδες]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[λευκό]] [[ξύλο]] που προέρχεται από το [[παραπάνω]] δασικό [[δέντρο]] και [[είναι]] κατάλληλο για την ξυλουργική και την [[επιπλοποιία]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] αρπακτικού πτηνού<br /><b>αρχ.</b><br />[[στέλεχος]] δόρατος από [[ξύλο]] του [[παραπάνω]] δέντρου («τεύχη κόμιζε, χειρὶ δ' ἔνθες ὀξύην», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο [[αρχικός]] τ. με σημ. «[[οξιά]]» αντικαταστάθηκε στην Ελληνική από τον τ. [[φηγός]] «[[βαλανιδιά]]» (<b>βλ. λ.</b> [[φηγός]]), ενώ ο τ. [[ὀξύα]], σχηματισμένος κατ' [[επίδραση]] του επιθ. [[ὀξύς]] (<b>πρβλ.</b> [[ὀξίνα]]), ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>ō</i><i>s</i><br />/ <i>ō</i><i>s</i>-<i>i</i>-<i>s</i> / <i>ō</i><i>s</i>-<i>en</i> με σημ. «[[μελία]]» και συνδέεται με αλβ. <i>ah</i> με σημ. «[[οξιά]]», όπως και στην Ελληνική, αρμ. <i>haci</i> «[[μελία]]», αρχ. άνω γερμ. <i>ask</i> και αγγλοσαξ. <i>aesc</i> «[[μελία]]». Ο μτγν. τ. [[ὀξέα]] έχει σχηματιστεί [[κατά]] τα [[ἰτέα]], [[μηλέα]], ενώ ο νεοελλ. τ. [[οξιά]] έχει προέλθει με [[συνίζηση]] από τον τ. [[ὀξέα]] (<b>πρβλ.</b> [[μηλέα]] > [[μηλιά]]). Ως [[προς]] την [[ορθογραφία]] της λ. [[είναι]] φανερό ότι η μεν [[γραφή]] της λ. με -<i>υ</i>- (που [[είναι]] και ο αρχαιότερος [[τύπος]]) ερμηνεύεται από την παρετυμολογική [[σύνδεση]] του αρχικού τ. της λ. με το θηλ. του επιθ. [[ὀξύς]], ενώ ως κρατούσα [[ορθογραφία]] [[σήμερα]] μπορεί να θεωρηθεί η [[γραφή]] με -<i>ι</i> ([[οξιά]]), μια και ο ήδη [[αρχαίος]] ([[μεταγενέστερος]]) τ. [[ὀξέα]] [[κατά]] τα [[πολλά]] ονόματα δένδρων σε -<i>εα</i> εξελίχθηκε σε -<i>ια</i> με [[συνίζηση]]: [[μηλέα]] > [[μηλιά]], [[ἐλαία]] > [[ελιά]], [[πτελέα]] > [[φτελιά]]<br />άρα και [[ὀξέα]] > [[οξιά]]].
}}
}}