Anonymous

μεριά: Difference between revisions

From LSJ
3 bytes removed ,  15 January 2019
m
Text replacement - ">" to ">"
(24)
 
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[μερέα]] και [[μερά]], η (Μ [[μερέα]] και μερεά και [[μεριά]] και μερία και [[μερά]])<br /><b>1.</b> [[τόπος]], [[θέση]], [[μέρος]] («κάτσε επιτέλους σε μια [[μεριά]]»)<br /><b>2.</b> [[τοποθεσία]], τοπική [[περιοχή]] («η ανατολική [[μεριά]] του δάσους»)<br /><b>3.</b> [[κατεύθυνση]]<br /><b>4.</b> [[πλευρά]], όψη, καθεμιά από τις πλευρές ή τις επιφάνειες ενός σώματος («η [[πίσω]] [[μεριά]] του σπιτιού»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «από την [[άλλη]] [[μεριά]]» ή «ἀπὸ τὴν [[ἄλλην]] τὴν μεριάν» — εξάλλου, [[επίσης]]<br />β) «από τη [[μεριά]] μου» ή «ἀπὲ τὴν μερίαν» — σε ό,τι μέ αφορά, εκ μέρους μου<br />γ) «η [[άλλη]] [[μεριά]]» ή «ἡ ἄλλη μερεά»<br /><b>(νομ.)</b> ο [[αντίδικος]]<br />δ) «σε μια [[μερά]]» ή «εἰς μίαν μερέαν» ή «ἔξω μερεάν» ή «κατὰ μερίαν» — [[παράμερα]], [[κατά]] [[μέρος]], στην [[άκρη]]<br />ε) «[[παίρνω]] καλύτερη [[μερά]]» — η [[υγεία]] μου βελτιώνεται, πάω καλύτερα (<b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (συν. με επίρρ. τόπου για τον σχηματισμό επιρρμ. έκφρ.): α) [[απάνω]] [[μεριά]]<br />[[επάνω]]<br />β) [[κάτω]] [[μεριά]]<br />[[κάτω]]<br />γ) [[πέρα]] [[μεριά]]<br />[[πέρα]], [[μακριά]]<br />δ) <i>έξω [[μεριά]]<br />έξω<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «σε καλή [[μεριά]]» — [[ευχή]] που δίνεται σε κάποιον που παίρνει χρήματα, προκειμένου να τά διαθέσει καλά<br />β) «δεν μέ γνώρισες [[ακόμη]] από την καλή ([[μεριά]])» — δεν έχεις γνωρίσει [[ακόμη]] όλες τις πλευρές του χαρακτήρα μου<br />γ) «τά [[λέγω]] απ' την καλή ([[μεριά]])» — [[μιλώ]] [[χωρίς]] περιστροφές και υπεκφυγές<br />δ) «από τη μια [[μεριά]]... από την [[άλλη]] [[μεριά]]» — αφ' ενός... αφ' ετέρου<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> στρατιωτική [[παράταξη]]<br /><b>2.</b> οπαδοί, υποστηρικτές<br /><b>3.</b> [[προέλευση]] εισοδήματος, [[πόρος]]<br /><b>4.</b> (η αιτ. ως επίρρ.) α) [[χώρια]], ξέχωρα<br />β) στην [[άκρη]], [[κατά]] [[μέρος]]<br />γ) βαθμιαία<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «δύο μεριὲς κρατῶ» — [[αμφιταλαντεύομαι]]<br />β) «[[μερά]]... [[μερά]]» ή «μερέαν... μερέαν» — από τη μια... από την [[άλλη]], αφ' ενός... αφ' ετέρου<br />γ) «μιὰ [[μεριά]]» — συνολικά, [[ομαδόν]]<br />δ) «[[κάμνω]] μερία» — [[παραμερίζω]], [[υποχωρώ]]<br />ε) «[[ῥίπτω]] [[κάτι]] εἰς μερέαν» — [[απομακρύνω]] [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[μερέα]] <span style="color: red;"><</span> [[μέρος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>έα</i> (<b>βλ.</b> [[επίθημα]] -<i>ιά</i>). Ο τ. [[μεριά]] <span style="color: red;"><</span> [[μερέα]] με [[συνίζηση]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[μηλέα]] &GT; [[μηλιά]])].
|mltxt=και [[μερέα]] και [[μερά]], η (Μ [[μερέα]] και μερεά και [[μεριά]] και μερία και [[μερά]])<br /><b>1.</b> [[τόπος]], [[θέση]], [[μέρος]] («κάτσε επιτέλους σε μια [[μεριά]]»)<br /><b>2.</b> [[τοποθεσία]], τοπική [[περιοχή]] («η ανατολική [[μεριά]] του δάσους»)<br /><b>3.</b> [[κατεύθυνση]]<br /><b>4.</b> [[πλευρά]], όψη, καθεμιά από τις πλευρές ή τις επιφάνειες ενός σώματος («η [[πίσω]] [[μεριά]] του σπιτιού»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «από την [[άλλη]] [[μεριά]]» ή «ἀπὸ τὴν [[ἄλλην]] τὴν μεριάν» — εξάλλου, [[επίσης]]<br />β) «από τη [[μεριά]] μου» ή «ἀπὲ τὴν μερίαν» — σε ό,τι μέ αφορά, εκ μέρους μου<br />γ) «η [[άλλη]] [[μεριά]]» ή «ἡ ἄλλη μερεά»<br /><b>(νομ.)</b> ο [[αντίδικος]]<br />δ) «σε μια [[μερά]]» ή «εἰς μίαν μερέαν» ή «ἔξω μερεάν» ή «κατὰ μερίαν» — [[παράμερα]], [[κατά]] [[μέρος]], στην [[άκρη]]<br />ε) «[[παίρνω]] καλύτερη [[μερά]]» — η [[υγεία]] μου βελτιώνεται, πάω καλύτερα (<b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (συν. με επίρρ. τόπου για τον σχηματισμό επιρρμ. έκφρ.): α) [[απάνω]] [[μεριά]]<br />[[επάνω]]<br />β) [[κάτω]] [[μεριά]]<br />[[κάτω]]<br />γ) [[πέρα]] [[μεριά]]<br />[[πέρα]], [[μακριά]]<br />δ) <i>έξω [[μεριά]]<br />έξω<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «σε καλή [[μεριά]]» — [[ευχή]] που δίνεται σε κάποιον που παίρνει χρήματα, προκειμένου να τά διαθέσει καλά<br />β) «δεν μέ γνώρισες [[ακόμη]] από την καλή ([[μεριά]])» — δεν έχεις γνωρίσει [[ακόμη]] όλες τις πλευρές του χαρακτήρα μου<br />γ) «τά [[λέγω]] απ' την καλή ([[μεριά]])» — [[μιλώ]] [[χωρίς]] περιστροφές και υπεκφυγές<br />δ) «από τη μια [[μεριά]]... από την [[άλλη]] [[μεριά]]» — αφ' ενός... αφ' ετέρου<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> στρατιωτική [[παράταξη]]<br /><b>2.</b> οπαδοί, υποστηρικτές<br /><b>3.</b> [[προέλευση]] εισοδήματος, [[πόρος]]<br /><b>4.</b> (η αιτ. ως επίρρ.) α) [[χώρια]], ξέχωρα<br />β) στην [[άκρη]], [[κατά]] [[μέρος]]<br />γ) βαθμιαία<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «δύο μεριὲς κρατῶ» — [[αμφιταλαντεύομαι]]<br />β) «[[μερά]]... [[μερά]]» ή «μερέαν... μερέαν» — από τη μια... από την [[άλλη]], αφ' ενός... αφ' ετέρου<br />γ) «μιὰ [[μεριά]]» — συνολικά, [[ομαδόν]]<br />δ) «[[κάμνω]] μερία» — [[παραμερίζω]], [[υποχωρώ]]<br />ε) «[[ῥίπτω]] [[κάτι]] εἰς μερέαν» — [[απομακρύνω]] [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[μερέα]] <span style="color: red;"><</span> [[μέρος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>έα</i> (<b>βλ.</b> [[επίθημα]] -<i>ιά</i>). Ο τ. [[μεριά]] <span style="color: red;"><</span> [[μερέα]] με [[συνίζηση]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[μηλέα]] > [[μηλιά]])].
}}
}}