Anonymous

στάχτη: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - ">" to ">"
(38)
 
m (Text replacement - ">" to ">")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και σπάν. τ. [[στάκτη]], η, Ν<br /><b>1.</b> [[τέφρα]], [[σποδός]], ό,τι απομένει [[μετά]] την [[καύση]] ενός πράγματος<br /><b>2.</b> ο [[μικρομύκητας]] ερυσίθη<br /><b>3.</b> η [[ασθένεια]] τών αμπελιών που προκαλείται από την [[ερυσίβη]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ρίχνω]] [[στάχτη]] στα μάτια» — [[παραπλανώ]], [[εξαπατώ]] κάποιον<br />β) «όλα έγιναν [[στάχτη]]» — η [[καταστροφή]] ήταν [[πλήρης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[στάχτη]] <span style="color: red;"><</span> [[στάκτη]] (<b>πρβλ.</b> [[πηχτός]]: [[πηκτός]]) <span style="color: red;"><</span> [[στάκτη]] θηλ. του επιθ. [[στακτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[στάζω]]) με αναβιβασμό του τόνου (<b>πρβλ.</b> <i>βραδύ</i> &GT; [[βράδυ]], <i>λευκή</i> &GT; [[λεύκη]])].
|mltxt=και σπάν. τ. [[στάκτη]], η, Ν<br /><b>1.</b> [[τέφρα]], [[σποδός]], ό,τι απομένει [[μετά]] την [[καύση]] ενός πράγματος<br /><b>2.</b> ο [[μικρομύκητας]] ερυσίθη<br /><b>3.</b> η [[ασθένεια]] τών αμπελιών που προκαλείται από την [[ερυσίβη]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ρίχνω]] [[στάχτη]] στα μάτια» — [[παραπλανώ]], [[εξαπατώ]] κάποιον<br />β) «όλα έγιναν [[στάχτη]]» — η [[καταστροφή]] ήταν [[πλήρης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[στάχτη]] <span style="color: red;"><</span> [[στάκτη]] (<b>πρβλ.</b> [[πηχτός]]: [[πηκτός]]) <span style="color: red;"><</span> [[στάκτη]] θηλ. του επιθ. [[στακτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[στάζω]]) με αναβιβασμό του τόνου (<b>πρβλ.</b> <i>βραδύ</i> > [[βράδυ]], <i>λευκή</i> > [[λεύκη]])].
}}
}}