Anonymous

βάτραχος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - ">" to ">"
(nl)
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο και [[βάθρακος]], βαθρακός, [[βάθρακας]], βαθραχός, βατρακός, βοθρακός, μποθρακός, μπουρθακλάς, σφάρδακλος, σφάρδακλας (AM [[βάτραχος]] και [[βάθρακος]], Α και [[βότραχος]], [[βρόταχος]], [[βράταχος]])<br /><b>1.</b> [[κοινή]] γενική [[ονομασία]] των άνουρων αμφιβίων<br /><b>2.</b> [[είδος]] ψαριού, [[βατραχόψαρο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που πίνει πολύ [[νερό]] («[[είναι]] [[σωστός]] [[βάτραχος]]» ή «πίνει σαν [[βάτραχος]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «θα βρέξει ή θα ρίξει βατράχους» — θα βρέξει [[παρά]] πολύ<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[κοιλότητα]] της οπλής του αλόγου, το [[βατράχιον]]<br /><b>2.</b> η [[νόσος]] [[βατράχιον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. [[αρχικός]] τ. [[βάτραχος]] <b>ιων.-αττ.</b>, άγνωστης ετυμολ. Η λ. εμφανίζεται με ποικίλους τύπους τόσο στην αρχαία όσο και στη νέα Ελληνική, οι οποίοι ερμηνεύονται ως [[εξής]]: ο ιων. τ. [[βάθρακος]] <span style="color: red;"><</span> <b>(τ.)</b> [[βάτραχος]], με [[μετάθεση]] δασύτητας, το δε νεοελλ. <i>βαθρακός</i> <span style="color: red;"><</span> [[βάθρακος]], με [[μετάθεση]] του τόνου, ενώ το [[επίσης]] νεοελλ. [[βάθρακας]] <span style="color: red;"><</span> [[βάθρακος]], [[κατά]] τα σε -<i>ας</i>. Ο τ. [[βρόταχος]] (που απαντά στον Ξενοφ.) <span style="color: red;"><</span> <b>ιων.</b> [[βότραχος]] (με [[μετάθεση]] του -<i>ρ</i>-) <span style="color: red;"><</span> [[βάτραχος]], ενώ το [[βράταχος]] (<b>Ησύχ.</b>) <span style="color: red;"><</span> [[βάτραχος]], [[επίσης]] με [[μετάθεση]] του -<i>ρ</i>-. Από συμφυρμό του <i>βότραχ</i>- (του τ. [[βότραχος]]) και του <i>βάθρακ</i>- (του τ. [[βάθρακος]]) προήλθε το <i>βοθρακ</i>- στο <i>βόθρακος</i> &GT; <i>βοθρακός</i>. Τέλος, οι νεοελλ. τ. <i>μπουρθακλάς</i> και <i>σφάρδακλος</i> θεωρούνται προϊόντα παρετυμολογίας.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[βατράχι]] (-<i>ιον</i>)<br /><b>αρχ.</b><br /><i>βατραχ</i>(<i>ε</i>)<i>ιούς</i>, [[βατραχίς]], [[βατραχίτης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[βατράχειος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βατραχένιος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.-μσν.</b> [[βατραχομυομαχία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βατραχάνθρωπος]], [[βατραχοβότανο]], [[βατραχοειδής]], [[βατραχοκοίλης]], [[βατραχονέρι]], [[βατραχόχορτο]], [[βατραχόψαρο]]].
|mltxt=ο και [[βάθρακος]], βαθρακός, [[βάθρακας]], βαθραχός, βατρακός, βοθρακός, μποθρακός, μπουρθακλάς, σφάρδακλος, σφάρδακλας (AM [[βάτραχος]] και [[βάθρακος]], Α και [[βότραχος]], [[βρόταχος]], [[βράταχος]])<br /><b>1.</b> [[κοινή]] γενική [[ονομασία]] των άνουρων αμφιβίων<br /><b>2.</b> [[είδος]] ψαριού, [[βατραχόψαρο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που πίνει πολύ [[νερό]] («[[είναι]] [[σωστός]] [[βάτραχος]]» ή «πίνει σαν [[βάτραχος]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «θα βρέξει ή θα ρίξει βατράχους» — θα βρέξει [[παρά]] πολύ<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[κοιλότητα]] της οπλής του αλόγου, το [[βατράχιον]]<br /><b>2.</b> η [[νόσος]] [[βατράχιον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. [[αρχικός]] τ. [[βάτραχος]] <b>ιων.-αττ.</b>, άγνωστης ετυμολ. Η λ. εμφανίζεται με ποικίλους τύπους τόσο στην αρχαία όσο και στη νέα Ελληνική, οι οποίοι ερμηνεύονται ως [[εξής]]: ο ιων. τ. [[βάθρακος]] <span style="color: red;"><</span> <b>(τ.)</b> [[βάτραχος]], με [[μετάθεση]] δασύτητας, το δε νεοελλ. <i>βαθρακός</i> <span style="color: red;"><</span> [[βάθρακος]], με [[μετάθεση]] του τόνου, ενώ το [[επίσης]] νεοελλ. [[βάθρακας]] <span style="color: red;"><</span> [[βάθρακος]], [[κατά]] τα σε -<i>ας</i>. Ο τ. [[βρόταχος]] (που απαντά στον Ξενοφ.) <span style="color: red;"><</span> <b>ιων.</b> [[βότραχος]] (με [[μετάθεση]] του -<i>ρ</i>-) <span style="color: red;"><</span> [[βάτραχος]], ενώ το [[βράταχος]] (<b>Ησύχ.</b>) <span style="color: red;"><</span> [[βάτραχος]], [[επίσης]] με [[μετάθεση]] του -<i>ρ</i>-. Από συμφυρμό του <i>βότραχ</i>- (του τ. [[βότραχος]]) και του <i>βάθρακ</i>- (του τ. [[βάθρακος]]) προήλθε το <i>βοθρακ</i>- στο <i>βόθρακος</i> > <i>βοθρακός</i>. Τέλος, οι νεοελλ. τ. <i>μπουρθακλάς</i> και <i>σφάρδακλος</i> θεωρούνται προϊόντα παρετυμολογίας.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[βατράχι]] (-<i>ιον</i>)<br /><b>αρχ.</b><br /><i>βατραχ</i>(<i>ε</i>)<i>ιούς</i>, [[βατραχίς]], [[βατραχίτης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[βατράχειος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βατραχένιος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.-μσν.</b> [[βατραχομυομαχία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βατραχάνθρωπος]], [[βατραχοβότανο]], [[βατραχοειδής]], [[βατραχοκοίλης]], [[βατραχονέρι]], [[βατραχόχορτο]], [[βατραχόψαρο]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm