Anonymous

ἵππος: Difference between revisions

From LSJ
3,984 bytes added ,  11 February 2019
m
no edit summary
m (Text replacement - "''' <b class="num">I</b>" to "'''<br /><b class="num">I</b>")
mNo edit summary
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[ἵππος]], ό, ή)<br />το [[άλογο]], [[γένος]] περιττοδάκτυλων θηλαστικών της οικογένειας equidae<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μονάδα]] μέτρησης της ισχύος τών μηχανών («[[μηχανή]] [[πέντε]] ίππων»)<br /><b>2.</b> <b>(γυμν.)</b> όργανο γυμναστικής που χρησιμεύει για υπερπηδήσεις<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b><br />[[ταχεία]] [[εναλλαγή]] συστολών και διαστολών της κόρης του ματιού, που παράγονται με ρυθμικό τρόπο<br /><b>μσν.</b><br />[[ομάδα]] αλόγων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ.</b> ἡ [[ἵππος]]<br />η [[φοράδα]]<br />οι αρχ. ποιητές χρησιμοποιούν συνηθέστερα το θηλ., [[γιατί]] η [[φοράδα]] ήταν πιο χρήσιμη, [[επειδή]] οι αρχαίοι δεν ευνούχιζαν τους ίππους. Επίσης χρησιμοποιούν το επίθ. [[θήλυς]] και [[άρρην]] για σαφέστερη [[δήλωση]] του φύλου (α. «θήλεες ἵπποι» β. «ἄρσενες ἵπποι» γ. «θήλειαι ἵπποι»)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ ἵπποι</i><br />[[άρμα]] συρόμενο από ίππους και οι ίδιοι οι ίπποι που το σύρουν (α. «ἵππων ἐπιβησόμενος» — έχοντας την [[πρόθεση]] να ανέβει στο [[άρμα]] του, <b>Ομ. Ιλ.</b>) β. «ἀφ' ἵππων» ή «ἐξ ἵππων» ή «ἀφ' ἵπποιιν» ή «καθ' ἵππων» — από το [[άρμα]])<br /><b>3.</b> αντίθ. του πεζοί («ἵπποι και ἀνέρες» ή «[[λαός]] τε καὶ ἵπποι» — πεζοί και [[πάνω]] σε [[άρμα]] μαχόμενοι άνδρες)<br /><b>4.</b> <b>το θηλ.</b> ἡ [[ἵππος]]<br />α) οι ιππείς, το ιππικό («ἡ τῶν Θεσσαλῶν [[ἵππος]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) άσεμνη, [[ασελγής]] [[γυναίκα]]<br /><b>5.</b> <b>(περιφρ.)</b> «ἁλὸς ἵπποι» πλοία, <b>Ομ. Οδ.</b><br /><b>6.</b> ο [[αστερισμός]] [[Πήγασος]]<br /><b>7.</b> <b>το θηλ.</b><br />[[τίτλος]] της Εκάτης στη [[λατρεία]] του Μίθρα<br /><b>8.</b> όργανο για βασανιστήρια<br /><b>9.</b> ένα θαλάσσιο [[ψάρι]]<br /><b>10.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> το [[μόριο]] του άνδρα και της γυναίκας<br /><b>11.</b> [[πάθηση]] τών οφθαλμών [[κατά]] την οποία αυτά ανοιγοκλείνουν ακατάπαυστα<br /><b>12.</b> <b>επιγρ.</b> [[τίτλος]] λειτουργών σε μερικές ιεροτελεστίες<br /><b>13.</b> <b>φρ.</b> «[[ἵππος]] [[ποτάμιος]]» ή «[[ἵππος]] τοῡ Νείλου» — ο [[ιπποπόταμος]]<br /><b>14.</b> <b>πιθ.</b> όργανο βασανισμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>ekwo</i> «ἱππος» και συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>aśva</i>-, το λατ. <i>equus</i>, <i>το</i> αρχ. ιρλ. <i>ech</i>, το αγγλοσαξ. <i>eoh</i>., όλα με την [[ίδια]] [[σημασία]], το αρχ. λιθ. <i>ešva</i> «[[φοράδα]]» κ.ά. Το διπλό -<i>ππ</i>- της Ελληνικής αποτελεί [[ένδειξη]] ότι ο ΙΕ τ. δεν εμφάνιζε τον λεγόμενο χειλοϋπερωικό φθόγγο -<i>k</i><sup>w</sup>-, που αντιπροσωπεύεται στην Ελληνική με -<i>π</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>sek</i><sup>w</sup><i>o</i>- > [[ἕπομαι]]), [[αλλά]] [[σύμπλεγμα]] υπερωικού και χειλικού φθόγγου -<i>kω</i>, το οποίο έδωσε [[μεταξύ]] φωνηέντων στην Ελληνική -<i>ππ</i>- ή -<i>κκ</i>- που μαρτυρείται στον τ. [[ἴκκος]] [[καθώς]] και στο κύριο όν. <i>Ἴκκος</i>. Με την [[άποψη]] αυτή συνηγορεί και η μυκηναϊκή [[γραφή]] <i>i</i>-<i>qo</i>, η οποία αποδίδει [[πιθανώς]] στην [[προφορά]] ενός [[διπλού]] συμφώνου. Η [[δασύτητα]] του [[ἵππος]] θα [[πρέπει]] να [[είναι]] μεταγενέστερη. Το αρχικό ψιλό <i>ἰ</i>- διατηρείται πιθ. στο συνθ. κύριο όν. <i>Λεύκ</i>-<i>ιππος</i> ([[αντί]] <i>Λεύχ</i>-<i>ιππος</i>). Ίσως όμως το τελευταίο να απέβαλε την αρχική δασύτητά του αναλογικά [[προς]] άλλα συνθ. του [[λευκός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λευκ</i>-[[ηπατίας]] «αυτός που έχει [[λευκό]] [[συκώτι]]» και μεταφορικά «[[δειλός]]» εκ παραλλήλου [[προς]] το αναμενόμενο <i>λευχ</i>-[[ηπατίας]], με [[αποβολή]] της δασύτητας αναλογικά [[προς]] τα <i>λευκ</i>-<i>έρυθρος</i>, <i>λευκ</i>-<i>ήρετμος</i> «αυτός που έχει [[λευκά]] [[κουπιά]]» <b>κ.λπ.</b>). Δυσερμήνευτο, [[τέλος]], παραμένει το αρκτικό [[φωνήεν]] [[i]] [[αντί]] του αναμενομένου [[e]] από τους συγγενείς τ. τών άλλων ΙΕ γλωσσών και τον επανασυντεθειμένο ΙΕ τ. <i>ekwo</i>-. Στη Νέα Ελληνική τη λ. [[ίππος]] αντικατέστησε η λ. [[άλογο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ιππάριον</i>, [[ίππειος]], <i>ιππεύς</i>, <i>ιποπεύω</i>, [[ιππίδιον]], [[ιππικός]], [[ιπποσύνη]], [[ιππότης]] (Ι)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιππάζομαι]] [[ιππαΐς]], [[ιππάκη]], [[ιππαλέος]], [[ιππάς]], [[ιππηδόν]], [[ιππίας]], [[ίππιος]], [[ιππίσκος]], [[ιππιστί]], [[ιππόθεν]], [[ιππότης]] (ΙΙ), [[ιππούμαι]], [[ιππών]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ιππώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ιππισμός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>βλ.</b> <i>ίππο</i>-. (Β' συνθετικό) [[έφιππος]], [[μόνιππος]], [[τέθριππος]], [[φίλιππος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[άγριππος]], [[άμιππος]], <i>άμφιππος</i>, <i>ανάγχιππος</i>, [[άνιππος]], <i>άστιππος</i>, <i>αυτόιππος</i>, [[άφιππος]], [[δαμάσιππος]], [[δάμνιππος]], [[διώξιππος]], [[δύσιππος]], [[ελάσιππος]], <i>εξάιππος</i>, [[εύιππος]], [[ζεύξιππος]], [[ημίιππος]], <i>ίχνιππος</i>, [[κρατήσιππος]], [[κρύψιππος]], [[Κρόνιππος]], [[κτήσιππος]], [[λεύκιππος]], [[μελάνιππος]], [[μίσιππος]], [[μισοφίλιππος]], [[πάριππος]], [[πλήξιππος]], <i>πολύιππος</i>, [[πτερόιππος]], [[σύνιππος]], [[ταράξιππος]], [[ταχύιππος]], [[τρίιππος]], [[τρύσιππος]], [[χερσάνιππος]], [[χερσέφιππος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ηώιππος</i>, [[μεσόιππος]], <i>πρωτόιππος</i>].
|mltxt=ο (ΑΜ [[ἵππος]], ό, ή)<br />το [[άλογο]], [[γένος]] περιττοδάκτυλων θηλαστικών της οικογένειας equidae<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μονάδα]] μέτρησης της ισχύος τών μηχανών («[[μηχανή]] [[πέντε]] ίππων»)<br /><b>2.</b> <b>(γυμν.)</b> όργανο γυμναστικής που χρησιμεύει για υπερπηδήσεις<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b><br />[[ταχεία]] [[εναλλαγή]] συστολών και διαστολών της κόρης του ματιού, που παράγονται με ρυθμικό τρόπο<br /><b>μσν.</b><br />[[ομάδα]] αλόγων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ.</b> ἡ [[ἵππος]]<br />η [[φοράδα]]<br />οι αρχ. ποιητές χρησιμοποιούν συνηθέστερα το θηλ., [[γιατί]] η [[φοράδα]] ήταν πιο χρήσιμη, [[επειδή]] οι αρχαίοι δεν ευνούχιζαν τους ίππους. Επίσης χρησιμοποιούν το επίθ. [[θήλυς]] και [[άρρην]] για σαφέστερη [[δήλωση]] του φύλου (α. «θήλεες ἵπποι» β. «ἄρσενες ἵπποι» γ. «θήλειαι ἵπποι»)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ ἵπποι</i><br />[[άρμα]] συρόμενο από ίππους και οι ίδιοι οι ίπποι που το σύρουν (α. «ἵππων ἐπιβησόμενος» — έχοντας την [[πρόθεση]] να ανέβει στο [[άρμα]] του, <b>Ομ. Ιλ.</b>) β. «ἀφ' ἵππων» ή «ἐξ ἵππων» ή «ἀφ' ἵπποιιν» ή «καθ' ἵππων» — από το [[άρμα]])<br /><b>3.</b> αντίθ. του πεζοί («ἵπποι και ἀνέρες» ή «[[λαός]] τε καὶ ἵπποι» — πεζοί και [[πάνω]] σε [[άρμα]] μαχόμενοι άνδρες)<br /><b>4.</b> <b>το θηλ.</b> ἡ [[ἵππος]]<br />α) οι ιππείς, το ιππικό («ἡ τῶν Θεσσαλῶν [[ἵππος]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) άσεμνη, [[ασελγής]] [[γυναίκα]]<br /><b>5.</b> <b>(περιφρ.)</b> «ἁλὸς ἵπποι» πλοία, <b>Ομ. Οδ.</b><br /><b>6.</b> ο [[αστερισμός]] [[Πήγασος]]<br /><b>7.</b> <b>το θηλ.</b><br />[[τίτλος]] της Εκάτης στη [[λατρεία]] του Μίθρα<br /><b>8.</b> όργανο για βασανιστήρια<br /><b>9.</b> ένα θαλάσσιο [[ψάρι]]<br /><b>10.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> το [[μόριο]] του άνδρα και της γυναίκας<br /><b>11.</b> [[πάθηση]] τών οφθαλμών [[κατά]] την οποία αυτά ανοιγοκλείνουν ακατάπαυστα<br /><b>12.</b> <b>επιγρ.</b> [[τίτλος]] λειτουργών σε μερικές ιεροτελεστίες<br /><b>13.</b> <b>φρ.</b> «[[ἵππος]] [[ποτάμιος]]» ή «[[ἵππος]] τοῡ Νείλου» — ο [[ιπποπόταμος]]<br /><b>14.</b> <b>πιθ.</b> όργανο βασανισμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>ekwo</i> «ἱππος» και συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>aśva</i>-, το λατ. <i>equus</i>, <i>το</i> αρχ. ιρλ. <i>ech</i>, το αγγλοσαξ. <i>eoh</i>., όλα με την [[ίδια]] [[σημασία]], το αρχ. λιθ. <i>ešva</i> «[[φοράδα]]» κ.ά. Το διπλό -<i>ππ</i>- της Ελληνικής αποτελεί [[ένδειξη]] ότι ο ΙΕ τ. δεν εμφάνιζε τον λεγόμενο χειλοϋπερωικό φθόγγο -<i>k</i><sup>w</sup>-, που αντιπροσωπεύεται στην Ελληνική με -<i>π</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>sek</i><sup>w</sup><i>o</i>- > [[ἕπομαι]]), [[αλλά]] [[σύμπλεγμα]] υπερωικού και χειλικού φθόγγου -<i>kω</i>, το οποίο έδωσε [[μεταξύ]] φωνηέντων στην Ελληνική -<i>ππ</i>- ή -<i>κκ</i>- που μαρτυρείται στον τ. [[ἴκκος]] [[καθώς]] και στο κύριο όν. <i>Ἴκκος</i>. Με την [[άποψη]] αυτή συνηγορεί και η μυκηναϊκή [[γραφή]] <i>i</i>-<i>qo</i>, η οποία αποδίδει [[πιθανώς]] στην [[προφορά]] ενός [[διπλού]] συμφώνου. Η [[δασύτητα]] του [[ἵππος]] θα [[πρέπει]] να [[είναι]] μεταγενέστερη. Το αρχικό ψιλό <i>ἰ</i>- διατηρείται πιθ. στο συνθ. κύριο όν. <i>Λεύκ</i>-<i>ιππος</i> ([[αντί]] <i>Λεύχ</i>-<i>ιππος</i>). Ίσως όμως το τελευταίο να απέβαλε την αρχική δασύτητά του αναλογικά [[προς]] άλλα συνθ. του [[λευκός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λευκ</i>-[[ηπατίας]] «αυτός που έχει [[λευκό]] [[συκώτι]]» και μεταφορικά «[[δειλός]]» εκ παραλλήλου [[προς]] το αναμενόμενο <i>λευχ</i>-[[ηπατίας]], με [[αποβολή]] της δασύτητας αναλογικά [[προς]] τα <i>λευκ</i>-<i>έρυθρος</i>, <i>λευκ</i>-<i>ήρετμος</i> «αυτός που έχει [[λευκά]] [[κουπιά]]» <b>κ.λπ.</b>). Δυσερμήνευτο, [[τέλος]], παραμένει το αρκτικό [[φωνήεν]] [[i]] [[αντί]] του αναμενομένου [[e]] από τους συγγενείς τ. τών άλλων ΙΕ γλωσσών και τον επανασυντεθειμένο ΙΕ τ. <i>ekwo</i>-. Στη Νέα Ελληνική τη λ. [[ίππος]] αντικατέστησε η λ. [[άλογο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ιππάριον</i>, [[ίππειος]], <i>ιππεύς</i>, <i>ιποπεύω</i>, [[ιππίδιον]], [[ιππικός]], [[ιπποσύνη]], [[ιππότης]] (Ι)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιππάζομαι]] [[ιππαΐς]], [[ιππάκη]], [[ιππαλέος]], [[ιππάς]], [[ιππηδόν]], [[ιππίας]], [[ίππιος]], [[ιππίσκος]], [[ιππιστί]], [[ιππόθεν]], [[ιππότης]] (ΙΙ), [[ιππούμαι]], [[ιππών]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ιππώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ιππισμός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>βλ.</b> <i>ίππο</i>-. (Β' συνθετικό) [[έφιππος]], [[μόνιππος]], [[τέθριππος]], [[φίλιππος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[άγριππος]], [[ἅμιππος]], [[ἅμφιππος]], [[ἀμφιπποτοξότης]], [[ανάγχιππος]], [[ἀνθιππασία]], [[ἄνιππος]], [[ἄστιππος]], [[ἀφιππεία]], [[ἀφιππία]], [[ἄφιππος]], [[ἀφιπποτοξότης]], [[δαμάσιππος]], [[δάμνιππος]], [[διιππασίαι]], [[διώξιππος]], [[δυσίππαστος]], [[δύσιππος]], [[ελάσιππος]], [[ἐλάσιππος]], [[εξάιππος]], [[ἑξάιππος]], [[ἕξιππος]], [[εύιππος]], [[εὔιππος]], [[ἐφιππαρχία]], [[ἐφίππιος]], [[ἔφιππος]], [[ἐφιπποτοξότης]], [[ζευγίππης]], [[ζεύξιππος]], [[ημίιππος]], [[ἡμίιππος]], [[ἵππαγρος]], [[ἱππαγωγός]], [[ἱππάετος]], [[ἱππαιχμία]], [[ἵππαιχμος]], [[ἱππάκη]], [[ἱππάκης]], [[ἱππακοντιστής]], [[ἱππαλεκτρύων]], [[ἱππαλέος]], [[ἱππάνθρωπος]], [[ἱππαπαί,ἱππάριον]], [[ἱππάργεται]], [[ἱππαρμοστής]], [[ἱππάρχης]], [[ἱππαρχία]], [[ἱππαρχικός]], [[ἵππαρχος]], [[ἱππάς]], [[ἱππασία]], [[ἱππάσιμος]], [[ἵππασμα]], [[ἱππαστήρ]], [[ἱππαστής]], [[ἱππαστί]], [[ἱππαστικός]], [[ἱππάφεσις]], [[ἱππεία]], [[ἵππειος,ἱππελάτειρα]], [[ἱππελάτης]], [[ἱππέλαφος]], [[ἱππεραστής]], [[ἵππερος]], [[ἵππευμα]], [[ἱππεύς]], [[ἱππεύσιμος]], [[ἱππευτήρ]], [[ἱππευτής]], [[ἱππηγέτης]], [[ἱππηγός]], [[ἱππηλάσιον]], [[ἱππηλάτα]], [[ἱππηλάτης]], [[ἱππημολγία]], [[ἱππημολγός]], [[ἱππιάναξ]], [[ἱππιατρεία]], [[ἱππιατρία]], [[ἱππιατρικός]], [[ἱππίατρος]], [[ἱππικόν]], [[ἱππικός]], [[ἵππιος]], [[ἱππιοχαίτης]], [[ἱππιοχάρμης]], [[ἱππίσκος]], [[ἱπποβάμων]], [[ἱπποβάτης]], [[ἱπποβοσκός]], [[ἱπποβότης]], [[ἱππόβοτος]], [[ἱπποβουκόλος]], [[ἱππόβροτος]], [[ἱππόβρωτος]], [[ἱππογέρανος]], [[ἱππόγλωσσος]], [[ἱππογνώμων]], [[ἱππόγυτος]], [[ἱπποδαμαστής]], [[ἱππόδαμος]], [[ἱππόδεσμα]], [[ἱπποδέτης]], [[ἱπποδιώκτης]], [[ἱπποδότης]], [[ἱπποδρομία]], [[ἱπποδρομικός]], [[ἱπποδρόμιον]], [[ἱπποδρόμιος]], [[ἱπποδρόμος]], [[ἱππόδρομος]], [[ἱπποζώνη]], [[ἱππόθεν]], [[ἱπποθήλης]], [[ἱππόθοος]], [[ἱπποθόρος]], [[ἱπποίατρος]], [[ἱπποκάνθαρος]], [[ἱπποκέλευθος]], [[ἱπποκεναύρειος]], [[ἱπποκένταυρος]], [[ἱπποκέντωρ]], [[ἱπποκόμος]], [[ἱππόκομος]], [[ἱπποκόρυθος]], [[ἱπποκορυστής]], [[ἱπποκούριος]], [[ἱπποκρατία]], [[ἱππόκρημνος]], [[ἱππόκροτος]], [[ἱππολάπαθον]], [[ἱππολειχήν]], [[ἱππολέτης]], [[ἱππολεχής]], [[ἱππολοφία]], [[ἱππόλοφος]], [[ἱππόλυτος]], [[ἱππομανές]], [[ἱππομανής]], [[ἱππομανία]], [[ἱππομαχία]], [[ἱππομάχος]], [[ἱππόμητις]], [[ἱππομιγής]], [[ἱππομολγία]], [[ἱππομολγός]], [[ἱππόμπρφος]], [[ἱππομύρμηξ]], [[ἱππονομεύς]], [[ἱππονόμος]], [[ἱππόνομος]], [[ἱππονώμας]], [[ἱππόνωμος]], [[ἱπποπέδη]], [[ἱπποπείρης]], [[ἱπποπῆραι]], [[ἱπποποίητος]], [[ἱπποπόλος]], [[ἱππόπορνος]], [[ἱπποπόταμος]], [[ἱπποπώλης]], [[ἱπποσείρης]], [[ἱπποσόας]], [[ίχνιππος]], [[κάλλιππος]], [[κρατήσιππος]], [[κρήσιππος]], [[Κρόνιππος]], [[κρύψιππος]], [[κτήσιππος]], [[λεύκιππος]], [[μελάνιππος]], [[μίσιππος]], [[μισοφίλιππος]], [[μόνιππος]], [[πάριππος]], [[πλάξιππος]], [[πλήξιππος]], [[πολυϊππία]], [[πολύιππος]], [[πολύϊππος]], [[πτερόιππος]], [[σύνιππος]], [[ταράξιππος]], [[ταχύιππος]], [[τέθριππον]], [[τέθριππος]], [[τρίιππον]], [[τρίιππος]], [[τρυσίππιον]], [[τρύσιππος]], [[φιλιππία]], [[φίλιππος]], [[χερσάνιππος]], [[χερσέφιππος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 44: Line 44:
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m. f.<br />Meaning: [[horse]], [[mare]] (Il.), collective f. [[cavalry]] (IA)<br />Dialectal forms: Myk. [[iqo]], [[iqija]] [[chariot]]<br />Compounds: Very often in compp.: bahuvrihi (<b class="b3">λεύκ-ιππος</b>), governing compp. (<b class="b3">ἱππό-δαμ-ος</b>, <b class="b3">ἱππ-ηλά-της</b>), determin. compp. (<b class="b3">ἱππο-τοξότης</b>); with transformed 2. member (<b class="b3">ἱππο-πόταμος</b>, <b class="b3">ἵππ-αγρος</b> for <b class="b3">ἵππος ποτάμιος</b>, <b class="b3">ἄγριος</b>, Risch IF 59, 287; <b class="b3">ἱππο-κορυστής</b>, s. <b class="b3">κόρυς</b>); with metr. conditioned <b class="b3">ἱππιο-</b> for <b class="b3">ἱππο-</b> in <b class="b3">ἱππιο-χαίτης</b>, <b class="b3">-χάρμης</b> (ep.). As 1. member also augmentative, esp in plant-names (<b class="b3">ἱππο-λάπαθον</b> a. o., Strömberg Pflanzennamen 30).<br />Derivatives: A. Substantives: diminut. <b class="b3">ἱππάριον</b> (X.), <b class="b3">ἱππίσκος</b> <b class="b2">(small) statue of a horse</b> (Samos IVa) etc., <b class="b3">ἱππίδιον</b> as fishname (Epich.; Strömberg Fischnamen 100). - <b class="b3">ἱππότης</b> m. <b class="b2">horse-, chariot-driver</b> (Il.; in Homer always <b class="b3">ἱππότα</b> with voc. = nom.; see Risch Sprachgesch. und Wortbed. 389ff), f. <b class="b3">ἱππότις</b> (Nonn.); <b class="b3">ἱππεύς</b> <b class="b2">horse-driver, chariot-fighter</b> (Il.), [[cavalrist]] (Sapph., A., Hdt.), [[knight]] as social class (Hdt., Ar., Arist.); from there <b class="b3">ἱππεύω</b>, s. C.; also as name of a comet like <b class="b3">ἱππίας</b> (Plin., Apul.; Scherer Gestirnnamen 107); <b class="b3">ἱππών</b> [[stable]] (Att. inscr., X.); <b class="b3">ἱππάκη</b> <b class="b2">cheese of mare-milk</b> (Hp.), also plant-name (Strömberg Pflanzennamen 136; formation like <b class="b3">ἐριθάκη</b>, <b class="b3">ἁλωνάκη</b> a. o.); <b class="b3">ἵππερος</b> "horse-fever" (Ar., like <b class="b3">ἴκτερος</b>, <b class="b3">ὕδερος</b>); <b class="b3">ἱπποσύνη</b> <b class="b2">art of driving, cavalry</b> (Il.; Urs Wyss Die Wörter auf <b class="b3">-σύνη</b> 23 u. 49). - B. Adjectives: <b class="b3">ἱππάς</b> f. <b class="b2">belonging to a horse, status and census of the knights in Athens</b> (Hp., Arist.); <b class="b3">ἵππειος</b> <b class="b2">belonging to a horse</b> (Il.); <b class="b3">ἵππιος</b> <b class="b2">id.</b> (Alc., Pi., trag.), often as epithet of gods (Poseidon, Athena etc.); from there <b class="b3">Ίππιών</b> <b class="b2">as month-name (Eretria); ἱππικός `id.</b> (IA; Chantraine Et. sur le vocab. gr. 141); <b class="b3">ἱππώδης</b> <b class="b2">horse-like</b> (X.). - C. Verbs: 1. <b class="b3">ἱππάζομαι</b>, also with <b class="b3">ἀφ-</b>, <b class="b3">ἐφ-</b>, <b class="b3">καθ-</b> a. o., <b class="b2">drive horses, serve as riding-horse</b> (Il.) with <b class="b3">ἱππασία</b>, <b class="b3">ἱππάσιμος</b>, <b class="b3">ἱππαστήρ</b>, <b class="b3">-άστρια</b>, <b class="b3">ἱππαστής</b>, <b class="b3">-αστικός</b>, <b class="b3">ἵππασμα</b>, <b class="b3">ἱππασμός</b>. 2. <b class="b3">ἱππεύω</b> <b class="b2">id.</b> (IA), prop. from <b class="b3">ἱππεύς</b>, but also referring to <b class="b3">ἵππος</b> (Schwyzer 732), also with prefix, e. g. <b class="b3">ἀφ-</b>, <b class="b3">καθ-</b>, <b class="b3">παρ-</b>, <b class="b3">συν-</b>; from there <b class="b3">ἱππευτήρ</b>, <b class="b3">-τής</b>, <b class="b3">ἱππεία</b>, <b class="b3">ἵππευσις</b>, <b class="b3">ἵππευμα</b>; details in Boßhardt Die Nom. auf <b class="b3">-ευς</b> 34f. - Further endless proper-names, both full- and short-names (<b class="b3">Ίππόλυτος</b>, <b class="b3">Ίππίας</b>, <b class="b3">Ι῝ππη</b> etc.etc.). See E. Delebecque Le cheval dans l'Iliade. Paris 1951.<br />Origin: IE [Indo-European] [301] <b class="b2">*h₁eḱuos</b> [[horse]]<br />Etymology: Inherited word for [[horse]], e. g. Skt. <b class="b2">áśva-</b>, Lat. [[equus]], Venet. acc. [[ekvon]], Celt., e. g. OIr. [[ech]], Germ., e. g. OE [[eoh]], OLith. [[ešva]] [[mare]], Toch. B [[yakwe]], perh. also Thrac. PN <b class="b3">Βετεσπιος</b>, give IE <b class="b2">*h₁eḱu̯os</b>; further HLuw. <b class="b2">aśuwa</b>, Lyc. [[esbe]]. From this form we expect Gr. <b class="b3">*ἔππος</b> or <b class="b3">*ἔκκος</b> (s. Schwyzer 301). A form with geminate is indeed found in <b class="b3">ἴκκος</b> (EM 474, 12), <b class="b3">Ἴκκος</b> PN (Tarent., Epid.); s. Lejeune, Phonétique 72. (With <b class="b3">ἴκκος</b> : <b class="b3">ἵππος</b> cf. Pannonian PN [[Ecco]], [[Eppo]].) A problem is the <b class="b3">ἰ-</b>; one suggestion was that it is Mycenaean; Cf. W.-Hofmann s. [[equus]], Schwyzer 351. The aspiration is also difficult. - There is no further explanation for the word (connection e.g. with <b class="b3">ὠκύς</b> cannot be demonstrated).
|etymtx=Grammatical information: m. f.<br />Meaning: [[horse]], [[mare]] (Il.), collective f. [[cavalry]] (IA)<br />Dialectal forms: Myk. [[iqo]], [[iqija]] [[chariot]]<br />Compounds: Very often in compp.: bahuvrihi (<b class="b3">λεύκ-ιππος</b>), governing compp. (<b class="b3">ἱππό-δαμ-ος</b>, <b class="b3">ἱππ-ηλά-της</b>), determin. compp. (<b class="b3">ἱππο-τοξότης</b>); with transformed 2. member (<b class="b3">ἱππο-πόταμος</b>, <b class="b3">ἵππ-αγρος</b> for <b class="b3">ἵππος ποτάμιος</b>, <b class="b3">ἄγριος</b>, Risch IF 59, 287; <b class="b3">ἱππο-κορυστής</b>, s. <b class="b3">κόρυς</b>); with metr. conditioned <b class="b3">ἱππιο-</b> for <b class="b3">ἱππο-</b> in <b class="b3">ἱππιο-χαίτης</b>, <b class="b3">-χάρμης</b> (ep.). As 1. member also augmentative, esp in plant-names (<b class="b3">ἱππο-λάπαθον</b> a. o., Strömberg Pflanzennamen 30).<br />Derivatives: A. Substantives: diminut. <b class="b3">ἱππάριον</b> (X.), <b class="b3">ἱππίσκος</b> <b class="b2">(small) statue of a horse</b> (Samos IVa) etc., <b class="b3">ἱππίδιον</b> as fishname (Epich.; Strömberg Fischnamen 100). - <b class="b3">ἱππότης</b> m. <b class="b2">horse-, chariot-driver</b> (Il.; in Homer always <b class="b3">ἱππότα</b> with voc. = nom.; see Risch Sprachgesch. und Wortbed. 389ff), f. <b class="b3">ἱππότις</b> (Nonn.); <b class="b3">ἱππεύς</b> <b class="b2">horse-driver, chariot-fighter</b> (Il.), [[cavalrist]] (Sapph., A., Hdt.), [[knight]] as social class (Hdt., Ar., Arist.); from there <b class="b3">ἱππεύω</b>, s. C.; also as name of a comet like <b class="b3">ἱππίας</b> (Plin., Apul.; Scherer Gestirnnamen 107); <b class="b3">ἱππών</b> [[stable]] (Att. inscr., X.); <b class="b3">ἱππάκη</b> <b class="b2">cheese of mare-milk</b> (Hp.), also plant-name (Strömberg Pflanzennamen 136; formation like <b class="b3">ἐριθάκη</b>, <b class="b3">ἁλωνάκη</b> a. o.); <b class="b3">ἵππερος</b> "horse-fever" (Ar., like <b class="b3">ἴκτερος</b>, <b class="b3">ὕδερος</b>); <b class="b3">ἱπποσύνη</b> <b class="b2">art of driving, cavalry</b> (Il.; Urs Wyss Die Wörter auf <b class="b3">-σύνη</b> 23 u. 49). - B. Adjectives: <b class="b3">ἱππάς</b> f. <b class="b2">belonging to a horse, status and census of the knights in Athens</b> (Hp., Arist.); <b class="b3">ἵππειος</b> <b class="b2">belonging to a horse</b> (Il.); <b class="b3">ἵππιος</b> <b class="b2">id.</b> (Alc., Pi., trag.), often as epithet of gods (Poseidon, Athena etc.); from there <b class="b3">Ίππιών</b> <b class="b2">as month-name (Eretria); ἱππικός `id.</b> (IA; Chantraine Et. sur le vocab. gr. 141); <b class="b3">ἱππώδης</b> <b class="b2">horse-like</b> (X.). - C. Verbs: 1. <b class="b3">ἱππάζομαι</b>, also with <b class="b3">ἀφ-</b>, <b class="b3">ἐφ-</b>, <b class="b3">καθ-</b> a. o., <b class="b2">drive horses, serve as riding-horse</b> (Il.) with <b class="b3">ἱππασία</b>, <b class="b3">ἱππάσιμος</b>, <b class="b3">ἱππαστήρ</b>, <b class="b3">-άστρια</b>, <b class="b3">ἱππαστής</b>, <b class="b3">-αστικός</b>, <b class="b3">ἵππασμα</b>, <b class="b3">ἱππασμός</b>. 2. <b class="b3">ἱππεύω</b> <b class="b2">id.</b> (IA), prop. from <b class="b3">ἱππεύς</b>, but also referring to <b class="b3">ἵππος</b> (Schwyzer 732), also with prefix, e. g. <b class="b3">ἀφ-</b>, <b class="b3">καθ-</b>, <b class="b3">παρ-</b>, <b class="b3">συν-</b>; from there <b class="b3">ἱππευτήρ</b>, <b class="b3">-τής</b>, <b class="b3">ἱππεία</b>, <b class="b3">ἵππευσις</b>, <b class="b3">ἵππευμα</b>; details in Boßhardt Die Nom. auf <b class="b3">-ευς</b> 34f. - Further endless proper-names, both full- and short-names (<b class="b3">Ίππόλυτος</b>, <b class="b3">Ίππίας</b>, <b class="b3">Ι῝ππη</b> etc.etc.). See E. Delebecque Le cheval dans l'Iliade. Paris 1951.<br />Origin: IE [Indo-European] [301] <b class="b2">*h₁eḱuos</b> [[horse]]<br />Etymology: Inherited word for [[horse]], e. g. Skt. <b class="b2">áśva-</b>, Lat. [[equus]], Venet. acc. [[ekvon]], Celt., e. g. OIr. [[ech]], Germ., e. g. OE [[eoh]], OLith. [[ešva]] [[mare]], Toch. B [[yakwe]], perh. also Thrac. PN <b class="b3">Βετεσπιος</b>, give IE <b class="b2">*h₁eḱu̯os</b>; further HLuw. <b class="b2">aśuwa</b>, Lyc. [[esbe]]. From this form we expect Gr. <b class="b3">*ἔππος</b> or <b class="b3">*ἔκκος</b> (s. Schwyzer 301). A form with geminate is indeed found in <b class="b3">ἴκκος</b> (EM 474, 12), <b class="b3">Ἴκκος</b> PN (Tarent., Epid.); s. Lejeune, Phonétique 72. (With <b class="b3">ἴκκος</b> : <b class="b3">ἵππος</b> cf. Pannonian PN [[Ecco]], [[Eppo]].) A problem is the <b class="b3">ἰ-</b>; one suggestion was that it is Mycenaean; Cf. W.-Hofmann s. [[equus]], Schwyzer 351. The aspiration is also difficult. - There is no further explanation for the word (connection e.g. with <b class="b3">ὠκύς</b> cannot be demonstrated).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἵππος]], ὁ, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> a [[horse]], [[mare]], Lat. [[equus]], [[equa]], Hom., etc.:—the pl. ἵπποι in Hom. are the [[chariot]]-horses, Il.:—[[hence]] ἵπποι is used for the [[chariot]] itself, καθ' ἵππων ἅλλεσθαι, ἐξ ἵππων βῆσαι, ἵππων [[ἐπεβήσετο]] Il.:—the art of [[riding]], [[though]] [[known]] to Hom., was an [[uncommon]] [[practice]], cf. [[κέλης]], [[κελητίζω]],<br /><b class="num">II.</b> as Collective Noun, [[ἵππος]], ἡ, [[horse]], [[cavalry]], Lat. [[equitatus]], Hdt., [[attic]]; [[always]] in sg., as [[ἵππος]] χιλίη a [[thousand]] [[horse]], Hdt.<br /><b class="num">III.</b> ὁ [[ἵππος]] ὁ [[ποτάμιος]] the [[hippopotamus]], Hdt.<br /><b class="num">IV.</b> in Compos., it expressed [[anything]] [[large]] or [[coarse]], as in our horsechestnut, horselaugh, v. [[ἱππόκρημνος]], etc.
|mdlsjtxt=[[ἵππος]], ὁ, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> a [[horse]], [[mare]], Lat. [[equus]], [[equa]], Hom., etc.:—the pl. ἵπποι in Hom. are the [[chariot]]-horses, Il.:—[[hence]] ἵπποι is used for the [[chariot]] itself, καθ' ἵππων ἅλλεσθαι, ἐξ ἵππων βῆσαι, ἵππων [[ἐπεβήσετο]] Il.:—the art of [[riding]], [[though]] [[known]] to Hom., was an [[uncommon]] [[practice]], cf. [[κέλης]], [[κελητίζω]],<br /><b class="num">II.</b> as Collective Noun, [[ἵππος]], ἡ, [[horse]], [[cavalry]], Lat. [[equitatus]], Hdt., [[attic]]; [[always]] in sg., as [[ἵππος]] χιλίη a [[thousand]] [[horse]], Hdt.<br /><b class="num">III.</b> ὁ [[ἵππος]] ὁ [[ποτάμιος]] the [[hippopotamus]], Hdt.<br /><b class="num">IV.</b> in Compos., it expressed [[anything]] [[large]] or [[coarse]], as in our horsechestnut, horselaugh, v. [[ἱππόκρημνος]], etc.
}}
}}