Anonymous

διοικίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
(1ab)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διοικίζω]] (Α) [[οικίζω]]<br /><b>1.</b> [[αναγκάζω]] κάποιους να ζουν [[χωριστά]], [[διασκορπίζω]], [[μετοικίζω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> διασκορπίζομαι<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> [[μετοικώ]] («[[ὅταν]] ἐκ Κολλυτοῡ διῳκίζεται εἰς τὴν Φαίδρου οἰκίαν»)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> απομακρύνομαι, αποχωρίζομαι από κάποιον<br /><b>5.</b> (για πλούσιους και φτωχούς) έχω διαφορετικό τρόπο ζωής.
|mltxt=[[διοικίζω]] (Α) [[οικίζω]]<br /><b>1.</b> [[αναγκάζω]] κάποιους να ζουν [[χωριστά]], [[διασκορπίζω]], [[μετοικίζω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> διασκορπίζομαι<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> [[μετοικώ]] («[[ὅταν]] ἐκ Κολλυτοῦ διῳκίζεται εἰς τὴν Φαίδρου οἰκίαν»)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> απομακρύνομαι, αποχωρίζομαι από κάποιον<br /><b>5.</b> (για πλούσιους και φτωχούς) έχω διαφορετικό τρόπο ζωής.
}}
}}
{{lsm
{{lsm