3,270,341
edits
(7) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[βραχίων]])<br /><b>1.</b> το [[μέρος]] του χεριού από τον αγκώνα ως τον ώμο<br /><b>2.</b> [[ολόκληρο]] το [[χέρι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[εξάρτημα]] μηχανής ή εργαλείου, το οποίο μοιάζει με βραχίονα<br /><b>2.</b> [[διακλάδωση]] ποταμού, [[ιδίως]] [[κοντά]] στις εκβολές<br /><b>μσν.</b><br />[[βράχος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ωμοπλάτη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α. «ἐποίησε [[κράτος]] ἐν βραχίονι | |mltxt=(AM [[βραχίων]])<br /><b>1.</b> το [[μέρος]] του χεριού από τον αγκώνα ως τον ώμο<br /><b>2.</b> [[ολόκληρο]] το [[χέρι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[εξάρτημα]] μηχανής ή εργαλείου, το οποίο μοιάζει με βραχίονα<br /><b>2.</b> [[διακλάδωση]] ποταμού, [[ιδίως]] [[κοντά]] στις εκβολές<br /><b>μσν.</b><br />[[βράχος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ωμοπλάτη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α. «ἐποίησε [[κράτος]] ἐν βραχίονι αὐτοῦ» β. «ἐκ βραχιόνων» με τη [[δύναμη]] του ανθρώπου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Για τη λ. [[βραχίων]] δεν</i> υπάρχει [[αντίστοιχος]] τ. της Ινδοευρωπαϊκής. Αν όμως ληφθεί υπ' όψιν η αρχική της σημ. «[[ωμοπλάτη]]», [[τότε]] [[είναι]] πιθανή η ετυμολ. του γραμματικού Πολυδεύκη (2ος μ. Χ. [[αιώνας]]), [[κατά]] τον οποίο η λ. ονομάστηκε [[έτσι]] «ότι εστί του πήχεως βραχύτερος», δεδομένου ότι το [[βραχίων]] [[είναι]] [[συγκριτικός]] [[βαθμός]] του επιθ. [[βραχύς]]. Στην αρχαία Ελληνική ο [[βραχίων]] δηλωνόταν [[επίσης]] με τις λέξεις [[αγκών]] και [[πήχυς]] (στους ποιητές). Στο [[βραχίων]] ανάγεται εξάλλου και η αντιδάνεια λ. [[μπράτσο]] (<span style="color: red;"><</span> βεν. <i>brazzo</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>bracchium</i> <span style="color: red;"><</span> [[βραχίων]]). Το λατ. <i>bracchium</i>, απ' όπου και το γαλλ. <i>bras</i>, [[είναι]] [[δάνειο]] από την Ελληνική]. | ||
}} | }} |