Anonymous

δύσκαμπτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
(10)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δύσκαμπτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που λυγίζει δύσκολα («[[δύσκαμπτος]] [[σίδηρος]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα προσαρμόζεται («[[δύσκαμπτος]] [[χαρακτήρας]]»)<br /><b>3.</b> αυτός που δύσκολα καταβάλλεται («την δύσκαμπτον δύναμιν τοῡ ἵππου»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δύσκολα παρακάμπτεται («δύσκαμπτοι [[στροφαί]]»).
|mltxt=-η, -ο (AM [[δύσκαμπτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που λυγίζει δύσκολα («[[δύσκαμπτος]] [[σίδηρος]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα προσαρμόζεται («[[δύσκαμπτος]] [[χαρακτήρας]]»)<br /><b>3.</b> αυτός που δύσκολα καταβάλλεται («την δύσκαμπτον δύναμιν τοῦ ἵππου»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δύσκολα παρακάμπτεται («δύσκαμπτοι [[στροφαί]]»).
}}
}}