Anonymous

εὐμνημόνευτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
(1ab)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὐμνημόνευτος]], -ον)<br />αυτός που μνημονεύεται εύκολα, που μπορεί να τον θυμάται [[κάποιος]] εύκολα, ευκολομνημόνευτος («τοῡτο μὲν διὰ τὴν ἀήθειαν τῶν λεχθέντων εὐμνημόνευτον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πρόχειρος]], [[προσιτός]] («εὐμνημόνευτα φάρμακα», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[μνημονευτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[μνημονεύω]])].
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὐμνημόνευτος]], -ον)<br />αυτός που μνημονεύεται εύκολα, που μπορεί να τον θυμάται [[κάποιος]] εύκολα, ευκολομνημόνευτος («τοῦτο μὲν διὰ τὴν ἀήθειαν τῶν λεχθέντων εὐμνημόνευτον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πρόχειρος]], [[προσιτός]] («εὐμνημόνευτα φάρμακα», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[μνημονευτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[μνημονεύω]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm