Anonymous

εὐεπιχείρητος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐεπιχείρητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί [[κάποιος]] να προσβάλει, ο [[ευπρόσβλητος]] («τοῡ δὲ τῆς πόλεως ἐδάφους εὐεπιχειρήτου», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που μπορεί να αποδειχθεί με επιχειρήματα («εὐεπιχείρητον [[πρόβλημα]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που εύκολα επιχειρεί [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>επι</i>-[[χειρώ]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αν</i>-<i>επι</i>-<i>χείρητος</i>, <i>δυσ</i>-<i>επι</i>-<i>χείρητος</i>)].
|mltxt=[[εὐεπιχείρητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί [[κάποιος]] να προσβάλει, ο [[ευπρόσβλητος]] («τοῦ δὲ τῆς πόλεως ἐδάφους εὐεπιχειρήτου», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που μπορεί να αποδειχθεί με επιχειρήματα («εὐεπιχείρητον [[πρόβλημα]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που εύκολα επιχειρεί [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>επι</i>-[[χειρώ]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αν</i>-<i>επι</i>-<i>χείρητος</i>, <i>δυσ</i>-<i>επι</i>-<i>χείρητος</i>)].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὐεπιχείρητος:'''<br /><b class="num">1)</b> легко предпринимаемый, нетрудный ([[πρόβλημα]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> деятельный, предприимчивый ([[νεανίσκος]] Diog. L.).
|elrutext='''εὐεπιχείρητος:'''<br /><b class="num">1)</b> легко предпринимаемый, нетрудный ([[πρόβλημα]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> деятельный, предприимчивый ([[νεανίσκος]] Diog. L.).
}}
}}