3,277,121
edits
(1ab) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐσύνοπτος]], -ον)<br />αυτός που συνοράται εύκολα, του οποίου φαίνονται [[καθαρά]] και το [[σύνολο]] και τα μέρη που το αποτελούν («ἔχειν μὲν [[μέγεθος]], | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐσύνοπτος]], -ον)<br />αυτός που συνοράται εύκολα, του οποίου φαίνονται [[καθαρά]] και το [[σύνολο]] και τα μέρη που το αποτελούν («ἔχειν μὲν [[μέγεθος]], τοῦτο δὲ εὐσύνοπτον [[εἶναι]]», <b>Αριστοτ.</b>) || (νεοελλ.-μσν.)<br /><b>1.</b> [[συνοπτικός]], συντομευμένος<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ευσύνοπτο</i>(<i>ν</i>)<br />η [[συντόμευση]], η [[περιεκτικότητα]] σε μικρή [[έκταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που εύκολα συλλαμβάνεται από τη [[διάνοια]] στο σύνολό του, [[εύληπτος]], [[σαφής]]<br /><b>2.</b> αυτός που αποκαλύπτεται εύκολα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευσύνοπτα</i> και <i>ευσυνόπτως</i> (ΑΜ εὐσυνόπτως)<br /><b>1.</b> με τρόπο ευσύνοπτο, συνοπτικά<br /><b>2.</b> με τρόπο ευκατάληπτο, με [[σαφήνεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>σύν</i>-<i>οπτος</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |