3,274,873
edits
(1ab) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[κακοπάθια]] και κακοπαθιά, η (AM [[κακοπάθεια]], Α και [[κακοπαθία]], Μ και κακοπαθεία) [[κακοπαθής]]<br />το να κακοπαθεί [[κάποιος]], [[κακουχία]], [[ταλαιπωρία]], [[αθλιότητα]] ( | |mltxt=και [[κακοπάθια]] και κακοπαθιά, η (AM [[κακοπάθεια]], Α και [[κακοπαθία]], Μ και κακοπαθεία) [[κακοπαθής]]<br />το να κακοπαθεί [[κάποιος]], [[κακουχία]], [[ταλαιπωρία]], [[αθλιότητα]] («τοῦ γηραιοῡ... τὴν ἀπροσδόκητον κακοπάθειαν», Αντιφ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[διαβίωση]] γεμάτη στερήσεις, [[κακομοιριά]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι κακοπάθειες</i> και <i>κακοπαθιές</i><br />ταλαιπωρίες, θλίψεις, βάσανα<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[κακομεταχείριση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για μέρη μηχανής) [[ένταση]], [[τέντωμα]]<br /><b>2.</b> [[κοπιώδης]], επίπονη [[εργασία]], [[μόχθος]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |