Anonymous

κατεβαίνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
(20)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[καταβαίνω]], Μ και [[κατεβαίνω]] και κατηβαίνω)<br /><b>1.</b> [[βαίνω]] [[προς]] τα [[κάτω]], [[έρχομαι]] από υψηλότερο [[σημείο]] σε χαμηλότερο, [[κατέρχομαι]] (α. «[[κατεβαίνω]] τη [[σκάλα]]» β. «[[οὐρανόθεν]] καταβάς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατέρχομαι]] από [[κάπου]] (α. «κατέβηκε από το [[αυτοκίνητο]]» β. «καταβὰς Ἀχιλλεὺς ἀφ' ἁρμάτων», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[έρχομαι]] από τον Βορρά στον Νότο ή από τα μεσόγεια στα παράλια (α. «κατέβηκε από το [[χωριό]] στην Αθήνα» β. «εἰς λιμένα καταβαίνων», <b>Πλάτ.</b>)<br />4.. [[έρχομαι]] στον στίβο για να αγωνιστώ, [[αγωνίζομαι]] (α. «η εθνική [[ομάδα]] της Ελλάδας κατέβηκε με την [[εξής]] [[σύνθεση]]» β. «[[καταβατέον]] ἐπὶ τὴν ἅμιλλαν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> (για [[τιμή]], [[αξία]]) [[γίνομαι]] φθηνότερος, μειώνομαι (α. «δεν κατεβαίνουν τα ενοίκια» β. «[[τιμῆς]] τοῡ σίτου καταβεβηκίας», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>4.</b> (για τη [[βροχή]]) [[πέφτω]] ραγδαία<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για πωλητή) [[υποχωρώ]] στις αξιώσεις του πελάτη [[υποβιβάζω]] την [[τιμή]] («δεν κατεβαίνει [[καθόλου]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ελαττώνομαι (α. «τα νερά κατέβηκαν» β. «το [[θερμόμετρο]] κατέβηκε στους -2 βαθμούς»)<br /><b>3.</b> [[κατάγομαι]] («από πού κατεβαίνουσι και είν' τα συγγενικά μου», Φορτουν.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «κατέβα να φάμε» — για πολύ ψηλό άνθρωπο<br />β) «κατέβηκαν τα φόντα του» — έπεσε η υπόληψή του<br />γ) «μού κατέβηκε να...» — μού ήλθε [[ξαφνικά]] η [[ιδέα]]<br />δ) «κάνει ό,τι του κατέβει» — κάνει ό,τι του έλθει στον νου, ασυλλόγιστα και απερίσκεπτα<br />ε) «του κατεβαίνουν ιδέες» — γεννά το [[μυαλό]] του, έχει [[φαντασία]] και [[ευστροφία]]<br />στ) «[[κατεβαίνω]] ως [[υποψήφιος]] στις εκλογές» — [[είμαι]] [[υποψήφιος]] στις εκλογές<br />ζ) «[[κατεβαίνω]] σε [[απεργία]]» — [[απεργώ]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[αποχωρώ]] από θρόνο ή από επίσημη [[θέση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κατεβαίνω]] στον Άδη» — [[πεθαίνω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[έρχομαι]] από το [[πέλαγος]] [[προς]] τη [[στεριά]]<br /><b>2.</b> [[πηγαίνω]] [[προς]] τα ανατολικά<br /><b>3.</b> [[περιέρχομαι]] σε κάποιον από [[κληρονομιά]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐκατέβη [[κάτω]] ἡ ὥρα μου» — ήλθε η κρίσιμη [[στιγμή]]<br />β) «[[κατεβαίνω]] εἰς [[θέλημα]] κάποιου» — [[είμαι]] [[σύμφωνος]] με τη [[θέληση]] κάποιου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα) [[πέφτω]] (α. «πολλὰ δὲ δάκρυά μοι κατέβα [[χροός]]», <b>Ευρ.</b><br />β. «τά δ' ἐκ τῶν ὀρῶν καταβαίνοντα ὑποδεχομένη ῥεύματα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[έρχομαι]], [[φθάνω]] («[[σφόδρα]] δόξομεν δαΐων ὐπέρτεροι ἐν φάει καταβαίνειν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καταλήγω]] [[κάπου]] [[κατά]] την [[ομιλία]]<br /><b>4.</b> [[καταλήγω]] στο ίδιο [[συμπέρασμα]], [[συμφωνώ]] σε [[κάτι]]<br /><b>5.</b> [[ταπεινώνω]], [[θίγω]]<br /><b>6.</b> συγκατατίθεμαι<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[καταβαίνω]] ἀπὸ τοῡ λόγου» — [[σταματώ]] να [[μιλώ]]<br />β) «[[καταβαίνω]] ἀπὸ τοῡ ἵππου» — [[εγκαταλείπω]] την [[ιππασία]] («ἀποδόμενος τὸν πολεμιστήριον ἵππον καταβέβηκεν ἀπὸ τῶν ἵππων», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητικός [[σχηματισμός]] από <i>κατ</i>-<i>έβην</i>, αόρ. β' του <i>κατα</i>-[[βαίνω]]].
|mltxt=(AM [[καταβαίνω]], Μ και [[κατεβαίνω]] και κατηβαίνω)<br /><b>1.</b> [[βαίνω]] [[προς]] τα [[κάτω]], [[έρχομαι]] από υψηλότερο [[σημείο]] σε χαμηλότερο, [[κατέρχομαι]] (α. «[[κατεβαίνω]] τη [[σκάλα]]» β. «[[οὐρανόθεν]] καταβάς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατέρχομαι]] από [[κάπου]] (α. «κατέβηκε από το [[αυτοκίνητο]]» β. «καταβὰς Ἀχιλλεὺς ἀφ' ἁρμάτων», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[έρχομαι]] από τον Βορρά στον Νότο ή από τα μεσόγεια στα παράλια (α. «κατέβηκε από το [[χωριό]] στην Αθήνα» β. «εἰς λιμένα καταβαίνων», <b>Πλάτ.</b>)<br />4.. [[έρχομαι]] στον στίβο για να αγωνιστώ, [[αγωνίζομαι]] (α. «η εθνική [[ομάδα]] της Ελλάδας κατέβηκε με την [[εξής]] [[σύνθεση]]» β. «[[καταβατέον]] ἐπὶ τὴν ἅμιλλαν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> (για [[τιμή]], [[αξία]]) [[γίνομαι]] φθηνότερος, μειώνομαι (α. «δεν κατεβαίνουν τα ενοίκια» β. «[[τιμῆς]] τοῦ σίτου καταβεβηκίας», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>4.</b> (για τη [[βροχή]]) [[πέφτω]] ραγδαία<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για πωλητή) [[υποχωρώ]] στις αξιώσεις του πελάτη [[υποβιβάζω]] την [[τιμή]] («δεν κατεβαίνει [[καθόλου]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ελαττώνομαι (α. «τα νερά κατέβηκαν» β. «το [[θερμόμετρο]] κατέβηκε στους -2 βαθμούς»)<br /><b>3.</b> [[κατάγομαι]] («από πού κατεβαίνουσι και είν' τα συγγενικά μου», Φορτουν.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «κατέβα να φάμε» — για πολύ ψηλό άνθρωπο<br />β) «κατέβηκαν τα φόντα του» — έπεσε η υπόληψή του<br />γ) «μού κατέβηκε να...» — μού ήλθε [[ξαφνικά]] η [[ιδέα]]<br />δ) «κάνει ό,τι του κατέβει» — κάνει ό,τι του έλθει στον νου, ασυλλόγιστα και απερίσκεπτα<br />ε) «του κατεβαίνουν ιδέες» — γεννά το [[μυαλό]] του, έχει [[φαντασία]] και [[ευστροφία]]<br />στ) «[[κατεβαίνω]] ως [[υποψήφιος]] στις εκλογές» — [[είμαι]] [[υποψήφιος]] στις εκλογές<br />ζ) «[[κατεβαίνω]] σε [[απεργία]]» — [[απεργώ]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[αποχωρώ]] από θρόνο ή από επίσημη [[θέση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κατεβαίνω]] στον Άδη» — [[πεθαίνω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[έρχομαι]] από το [[πέλαγος]] [[προς]] τη [[στεριά]]<br /><b>2.</b> [[πηγαίνω]] [[προς]] τα ανατολικά<br /><b>3.</b> [[περιέρχομαι]] σε κάποιον από [[κληρονομιά]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐκατέβη [[κάτω]] ἡ ὥρα μου» — ήλθε η κρίσιμη [[στιγμή]]<br />β) «[[κατεβαίνω]] εἰς [[θέλημα]] κάποιου» — [[είμαι]] [[σύμφωνος]] με τη [[θέληση]] κάποιου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα) [[πέφτω]] (α. «πολλὰ δὲ δάκρυά μοι κατέβα [[χροός]]», <b>Ευρ.</b><br />β. «τά δ' ἐκ τῶν ὀρῶν καταβαίνοντα ὑποδεχομένη ῥεύματα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[έρχομαι]], [[φθάνω]] («[[σφόδρα]] δόξομεν δαΐων ὐπέρτεροι ἐν φάει καταβαίνειν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καταλήγω]] [[κάπου]] [[κατά]] την [[ομιλία]]<br /><b>4.</b> [[καταλήγω]] στο ίδιο [[συμπέρασμα]], [[συμφωνώ]] σε [[κάτι]]<br /><b>5.</b> [[ταπεινώνω]], [[θίγω]]<br /><b>6.</b> συγκατατίθεμαι<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[καταβαίνω]] ἀπὸ τοῦ λόγου» — [[σταματώ]] να [[μιλώ]]<br />β) «[[καταβαίνω]] ἀπὸ τοῦ ἵππου» — [[εγκαταλείπω]] την [[ιππασία]] («ἀποδόμενος τὸν πολεμιστήριον ἵππον καταβέβηκεν ἀπὸ τῶν ἵππων», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητικός [[σχηματισμός]] από <i>κατ</i>-<i>έβην</i>, αόρ. β' του <i>κατα</i>-[[βαίνω]]].
}}
}}