Anonymous

καταδέχομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
(1ab)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[καταδέχομαι]], Α αρκαδ. τ. κατυδέχομαι)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[δέχομαι]] κάποιον ή [[κάτι]] με καλή [[διάθεση]], με [[ευγένεια]] και [[συγκατάβαση]], [[είμαι]] [[καταδεκτικός]] («δεν καταδέχεται να μιλάει [[μαζί]] μας»)<br /><b>μσν.</b><br />[[επιτρέπω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δέχομαι]], [[παίρνω]] («καταδεχόμενος εἰς τὴν ψυχὴν τρέφοιτ' ἄν ἀπ' αὐτῶν καὶ γίγνοιτο [[καλός]] τε κἀγαθός», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παραδέχομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δέχομαι]] [[πίσω]], ξαναδέχομαι κάποιον, [[ιδίως]] από [[εξορία]] («Μιλτιάδην... ὠστρακισμένον καὶ [[ὄντα]] ἐν Χερρονήσῳ κατεδεξάμεθα δι' αὐτὸ τοῡτο», Ανδοκ.)<br /><b>2.</b> [[συναινώ]] σε [[κάτι]], [[επιτρέπω]].
|mltxt=(AM [[καταδέχομαι]], Α αρκαδ. τ. κατυδέχομαι)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[δέχομαι]] κάποιον ή [[κάτι]] με καλή [[διάθεση]], με [[ευγένεια]] και [[συγκατάβαση]], [[είμαι]] [[καταδεκτικός]] («δεν καταδέχεται να μιλάει [[μαζί]] μας»)<br /><b>μσν.</b><br />[[επιτρέπω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δέχομαι]], [[παίρνω]] («καταδεχόμενος εἰς τὴν ψυχὴν τρέφοιτ' ἄν ἀπ' αὐτῶν καὶ γίγνοιτο [[καλός]] τε κἀγαθός», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παραδέχομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δέχομαι]] [[πίσω]], ξαναδέχομαι κάποιον, [[ιδίως]] από [[εξορία]] («Μιλτιάδην... ὠστρακισμένον καὶ [[ὄντα]] ἐν Χερρονήσῳ κατεδεξάμεθα δι' αὐτὸ τοῦτο», Ανδοκ.)<br /><b>2.</b> [[συναινώ]] σε [[κάτι]], [[επιτρέπω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm