Anonymous

κράζω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  15 February 2019
m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
(1ba)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[κράζω]])<br /><b>1.</b> (για τον κόρακα ή για άλλα πτηνά) [[κρώζω]] (α. «κράξανε τα κοκόρια» β. «κράζει τε γὰρ και [[αἷμα]],... ἀφίησιν ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν ὀχεύων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βγάζω]] δυνατή [[φωνή]], [[κραυγάζω]] («ἔκραζεν ὠδίνουσα», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[επιπλήττω]] ή [[αποδοκιμάζω]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κοινοποιώ]] [[κάτι]] με κήρυκα<br /><b>2.</b> [[φωνάζω]] κάποιον να έλθει [[κοντά]] μου («ένα [[κοπέλλι]] ήκραξε, κι είπεν του να τά βγάνει», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[δίνω]] όνομα σε κάποιον, [[ονομάζω]], [[αποκαλώ]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[επιδοκιμάζω]], [[επευφημώ]]<br /><b>2.</b> [[υμνώ]], [[δοξάζω]]<br /><b>3.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) (<i>κε</i>)<i>κραγμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />[[εκλεκτός]], διακεκριμένος<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κράζω]] ἀπάνου κάποιον» — [[εκφράζω]] παράπονα [[εναντίον]] κάποιου<br />«[[κράζω]] τὸ [[ὄνομα]]» — [[ονομάζω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κήρυγμα]], [[κηρύσσω]]<br /><b>2.</b> [[ζητώ]] τη [[βοήθεια]] του θεού («ἐλέησόν με, κύριε, ὅτι πρὸς σὲ κεκράζομαι ὅλην τὴν ἡμέραν», ΠΔ)<br /><b>3.</b> [[ζητώ]] [[κάτι]] κραυγάζοντας («[[εὐθύς]] δ' ἀπὸ δορπηστοῡ κέκραγεν ἐμφάδας», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε παρεκτεταμένο τ. <i>kre</i>-<i>g</i>- της ΙΕ ρίζας <i>ker</i>-/<i>kre</i>-, που αποτελεί [[προϊόν]] ονοματοποιίας και σε διάφορες βαθμίδες της οποίας ανάγονται και τα [[κόραξ]], [[κραυγή]], [[κρώζω]] και πιθ. το [[κάραγος]]. Παλαιότεροι [[είναι]] οι τ. του παρακμ. <i>κέ</i>-<i>κραγ</i>-<i>α</i> και του αορ. β' <i>ἔ</i>-<i>κραγ</i>-<i>ον</i>, που έδωσαν και τα αρχαιότερα παρ., ενώ ο ενεστ. [[κράζω]] [[είναι]] μτγν.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κεκράκτης]], [[κράκτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κέκραγμα]], [[κεκραγμός]], [[κέκραξ]], [[κραγέτης]], [[κράγος]], [[κραγός]], [[κρακτικός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κεκραγάριο]], [[κράγμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ανακράζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αντανακράζω</i>, <i>αντικράζω</i>, <i>αποκράζω</i>, [[διακράζω]], [[εγκράζω]], [[εκκράζω]], <i>επανακράζω</i>, [[επικράζω]], [[κατακράζω]], [[περικράζω]], [[υπερκράζω]]].
|mltxt=(AM [[κράζω]])<br /><b>1.</b> (για τον κόρακα ή για άλλα πτηνά) [[κρώζω]] (α. «κράξανε τα κοκόρια» β. «κράζει τε γὰρ και [[αἷμα]],... ἀφίησιν ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν ὀχεύων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βγάζω]] δυνατή [[φωνή]], [[κραυγάζω]] («ἔκραζεν ὠδίνουσα», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[επιπλήττω]] ή [[αποδοκιμάζω]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κοινοποιώ]] [[κάτι]] με κήρυκα<br /><b>2.</b> [[φωνάζω]] κάποιον να έλθει [[κοντά]] μου («ένα [[κοπέλλι]] ήκραξε, κι είπεν του να τά βγάνει», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[δίνω]] όνομα σε κάποιον, [[ονομάζω]], [[αποκαλώ]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[επιδοκιμάζω]], [[επευφημώ]]<br /><b>2.</b> [[υμνώ]], [[δοξάζω]]<br /><b>3.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) (<i>κε</i>)<i>κραγμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />[[εκλεκτός]], διακεκριμένος<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κράζω]] ἀπάνου κάποιον» — [[εκφράζω]] παράπονα [[εναντίον]] κάποιου<br />«[[κράζω]] τὸ [[ὄνομα]]» — [[ονομάζω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κήρυγμα]], [[κηρύσσω]]<br /><b>2.</b> [[ζητώ]] τη [[βοήθεια]] του θεού («ἐλέησόν με, κύριε, ὅτι πρὸς σὲ κεκράζομαι ὅλην τὴν ἡμέραν», ΠΔ)<br /><b>3.</b> [[ζητώ]] [[κάτι]] κραυγάζοντας («[[εὐθύς]] δ' ἀπὸ δορπηστοῦ κέκραγεν ἐμφάδας», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε παρεκτεταμένο τ. <i>kre</i>-<i>g</i>- της ΙΕ ρίζας <i>ker</i>-/<i>kre</i>-, που αποτελεί [[προϊόν]] ονοματοποιίας και σε διάφορες βαθμίδες της οποίας ανάγονται και τα [[κόραξ]], [[κραυγή]], [[κρώζω]] και πιθ. το [[κάραγος]]. Παλαιότεροι [[είναι]] οι τ. του παρακμ. <i>κέ</i>-<i>κραγ</i>-<i>α</i> και του αορ. β' <i>ἔ</i>-<i>κραγ</i>-<i>ον</i>, που έδωσαν και τα αρχαιότερα παρ., ενώ ο ενεστ. [[κράζω]] [[είναι]] μτγν.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κεκράκτης]], [[κράκτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κέκραγμα]], [[κεκραγμός]], [[κέκραξ]], [[κραγέτης]], [[κράγος]], [[κραγός]], [[κρακτικός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κεκραγάριο]], [[κράγμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ανακράζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αντανακράζω</i>, <i>αντικράζω</i>, <i>αποκράζω</i>, [[διακράζω]], [[εγκράζω]], [[εκκράζω]], <i>επανακράζω</i>, [[επικράζω]], [[κατακράζω]], [[περικράζω]], [[υπερκράζω]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm