3,277,238
edits
(20) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΜ [[καυτήρ]], -ῆρος) [[καίω]]<br />μετάλλινο [[εργαλείο]] ειδικό για καυτηριάσεις<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το [[έγκαυμα]] από [[καυτηρίαση]], το [[στίγμα]] που αφήνει ο [[καυτηριασμός]] («ὁ δὲ [[τύπος]] | |mltxt=ο (ΑΜ [[καυτήρ]], -ῆρος) [[καίω]]<br />μετάλλινο [[εργαλείο]] ειδικό για καυτηριάσεις<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το [[έγκαυμα]] από [[καυτηρίαση]], το [[στίγμα]] που αφήνει ο [[καυτηριασμός]] («ὁ δὲ [[τύπος]] τοῦ καυτῆρος ἔστω [[ἀλώπηξ]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που καίει, [[καυστικός]] («ταύρῳ χαλκέῳ καυτῆρα... Φάλαριν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> πυρακτωμένο [[σίδερο]] με το οποίο οι αρχαίοι ιατροί καυτηρίαζαν πάσχοντα [[σημεία]] του σώματος. | ||
}} | }} |