Anonymous

καπηλεύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
(1ab)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[καπηλεύω]]) [[κάπηλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το μέσ.) <i>καπηλεύομαι</i><br />α) [[κάνω]] [[εμπόριο]]<br />β) [[εκμεταλλεύομαι]] μια [[ιδέα]] ή ένα ιδεώδες για ιδιοτελή σκοπό («καπηλεύεται τα [[θεία]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[εμπόριο]]<br /><b>2.</b> πουλάω [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[επιζητώ]] να επωφεληθώ από [[κάτι]] («ὡς οἱ πολλοὶ καπηλεύοντες τὸν λόγον τοῡ Θεοῡ», ΚΔ)<br /><b>4.</b> [[εξευτελίζω]], [[διαφθείρω]], [[ντροπιάζω]] («ἐλθὼν δ' ἔοικεν οὐ καπηλεύσειν μάχην», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> εμπορευόμενος [[αποκτώ]] [[κέρδος]], [[κάνω]] αισχροκερδές [[εμπόριο]] («δι' ἀψύχου βορᾱς σίτου καπήλευ'», <b>Ευρ.</b>).
|mltxt=(Α [[καπηλεύω]]) [[κάπηλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το μέσ.) <i>καπηλεύομαι</i><br />α) [[κάνω]] [[εμπόριο]]<br />β) [[εκμεταλλεύομαι]] μια [[ιδέα]] ή ένα ιδεώδες για ιδιοτελή σκοπό («καπηλεύεται τα [[θεία]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[εμπόριο]]<br /><b>2.</b> πουλάω [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[επιζητώ]] να επωφεληθώ από [[κάτι]] («ὡς οἱ πολλοὶ καπηλεύοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῡ», ΚΔ)<br /><b>4.</b> [[εξευτελίζω]], [[διαφθείρω]], [[ντροπιάζω]] («ἐλθὼν δ' ἔοικεν οὐ καπηλεύσειν μάχην», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> εμπορευόμενος [[αποκτώ]] [[κέρδος]], [[κάνω]] αισχροκερδές [[εμπόριο]] («δι' ἀψύχου βορᾱς σίτου καπήλευ'», <b>Ευρ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm