3,273,773
edits
(2) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α [[κύαρ]], -ατος)<br />μικρή οπή, όπως η οπή της βελόνας («ῥάβδον λαβὼν κασσιτερίνην λεπτὴν ἐκ | |mltxt=το (Α [[κύαρ]], -ατος)<br />μικρή οπή, όπως η οπή της βελόνας («ῥάβδον λαβὼν κασσιτερίνην λεπτὴν ἐκ τοῦ ἑτέρου [[κύαρ]] ἔχουσαν», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> το βαθύτερο [[σημείο]] του ακουστικού πόρου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η οπή της στομίδας του χαλινού στην οποία προσαρμόζεται η γλωχίδα του παραγναθιδίου<br /><b>2.</b> η οπή του αναβολέα από την οποία διέρχεται η [[αρτάνη]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται σε τ. <i>κυFαρ</i> <span style="color: red;"><</span> IE <i>kuwr</i> «[[τρύπα]]» και συνδέεται με αβεστ. <i>s</i><i>ū</i><i>ra</i> «[[τρύπα]]», αρμ. <i>sor</i> «οπή, [[κοιλότητα]]», λατ. <i>cavus</i> «[[κοίλος]]», <i>caverna</i> «[[κοιλότητα]]» — [[είναι]] [[επίσης]] [[συγγενής]] με τις λ. [[κύλα]], [[κοῖλος]], [[κῶος]]. Η ύπαρξη του συνθέτου <i>ἔγ</i>-<i>κυαρ</i> «[[έγκυος]]» ενισχύει τη [[σύνδεση]] της λ. [[κύαρ]] με τη λ. [[κυέω]] για σημασιολογικούς λόγους]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |