Anonymous

κατεργασία: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
m (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)")
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[κατεργασία]]) [[κατεργάζομαι]]<br /><b>1.</b> η προσεκτική [[επεξεργασία]] ενός πράγματος, το [[δούλεμα]] ή το [[άργασμα]] ενός υλικού για να κατασκευαστεί [[κάτι]] από αυτό («α. χημική [[κατεργασία]] τών μετάλλων» β. «κατεργασμένα δέρματα» γ. «[[κατεργασία]] ἀργυρίου», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[επεξεργασία]] της τροφής με τη [[μάσηση]] ή την [[πέψη]] («μεγάλα τὰ τῶν κερατοφόρων ἔντερα διὰ τὴν κατεργασίαν τῆς τροφῆς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παραγωγή]] («τοῡ δὲ Όσίριδος ἐπινοησαμένου τὴν τούτων κατεργασίαν τῶν καρπῶν», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καλλιέργεια]] της γης («κατεργασίαι και κοπρίσεις», Θεόφρ.)<br /><b>3.</b> <b>γεν.</b> [[κατασκευή]], [[παρασκευή]], φτιάξιμο<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἡ τοῡ πυρὸς [[κατεργασία]]» — [[ψήσιμο]], [[βράσιμο]].
|mltxt=η (Α [[κατεργασία]]) [[κατεργάζομαι]]<br /><b>1.</b> η προσεκτική [[επεξεργασία]] ενός πράγματος, το [[δούλεμα]] ή το [[άργασμα]] ενός υλικού για να κατασκευαστεί [[κάτι]] από αυτό («α. χημική [[κατεργασία]] τών μετάλλων» β. «κατεργασμένα δέρματα» γ. «[[κατεργασία]] ἀργυρίου», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[επεξεργασία]] της τροφής με τη [[μάσηση]] ή την [[πέψη]] («μεγάλα τὰ τῶν κερατοφόρων ἔντερα διὰ τὴν κατεργασίαν τῆς τροφῆς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παραγωγή]] («τοῦ δὲ Όσίριδος ἐπινοησαμένου τὴν τούτων κατεργασίαν τῶν καρπῶν», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καλλιέργεια]] της γης («κατεργασίαι και κοπρίσεις», Θεόφρ.)<br /><b>3.</b> <b>γεν.</b> [[κατασκευή]], [[παρασκευή]], φτιάξιμο<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἡ τοῦ πυρὸς [[κατεργασία]]» — [[ψήσιμο]], [[βράσιμο]].
}}
}}
{{elru
{{elru