Anonymous

μήνιγγα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
(25)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[μῆνιγξ]], -ιγγος)<br />καθένα από τα [[τρία]] μεμβρανώδη περιβλήματα —[[χοριοειδής]], [[αραχνοειδής]] και σκληρά [[μήνιγγα]]— τα οποία περιβάλλουν τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>οι μήνιγγες</i><br />[[ονομασία]] τών κροτάφων, τα μηλίγγια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[τύμπανο]] του αφτιού<br /><b>2.</b> ο [[αφρός]] του [[γάλατος]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τὸ ὑφιστάμενον τοῑς οἰνηροῑς πίθοις ἐν τῷ οἴνῳ πρὸ τοῡ ἀνθεῑν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ., που εμφανίζει εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>ιγξ</i>, -<i>ιγγος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>σάλπ</i>-<i>ιγξ</i>, <i>σύρ</i>-<i>ιγξ</i>). Η λ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>me</i>(<i>m</i>)<i>s</i>-<i>n</i>- «[[κρέας]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[μηρός]]) και συνδέεται με λέξεις που έχουν σημ. «[[κρέας]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>m</i><i>ā</i><i>msa</i>-, <i>m</i><i>ā</i><i>s</i>, αρμ. <i>mis</i>, αρχ. σλαβ. <i>męso</i>). Για την [[εξέλιξη]] από τη σημ. «[[κρέας]]» στη σημ. «εσωτερικό [[μέρος]] του δέρματος» <b>[[πρβλ]].</b> σλοβεν. <i>mezdra</i>, ρωσ. <i>myazdra</i> «ενδότερο [[τμήμα]] του δέρματος» και το λατ. <i>membr</i><i>ā</i><i>na</i> «[[υμένας]], [[λεπτό]] [[δέρμα]]» (<span style="color: red;"><</span> λατ. <i>membrum</i> «[[μέλος]] του σώματος»).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μηνίγγι]](<i>ον</i>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μηνιγγικός]], [[μηνιγγισμός]], [[μηνιγγιτικός]], [[μηνιγγίτιδα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[μηνιγγότρωτος]], [[μηνιγγοφύλαξ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>μηνιγγαιμορραγία</i>, <i>μηνιγγοεγκεφαλίτιδα</i>, [[μηνιγγοκήλη]], [[μηνιγγόκοκκος]], [[μηνιγγομυελίτιδα]], <i>μηνιγγοτροπισμός</i>, [[μηνιγγότυφος]]].
|mltxt=η (Α [[μῆνιγξ]], -ιγγος)<br />καθένα από τα [[τρία]] μεμβρανώδη περιβλήματα —[[χοριοειδής]], [[αραχνοειδής]] και σκληρά [[μήνιγγα]]— τα οποία περιβάλλουν τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>οι μήνιγγες</i><br />[[ονομασία]] τών κροτάφων, τα μηλίγγια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[τύμπανο]] του αφτιού<br /><b>2.</b> ο [[αφρός]] του [[γάλατος]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τὸ ὑφιστάμενον τοῑς οἰνηροῑς πίθοις ἐν τῷ οἴνῳ πρὸ τοῦ ἀνθεῑν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ., που εμφανίζει εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>ιγξ</i>, -<i>ιγγος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>σάλπ</i>-<i>ιγξ</i>, <i>σύρ</i>-<i>ιγξ</i>). Η λ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>me</i>(<i>m</i>)<i>s</i>-<i>n</i>- «[[κρέας]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[μηρός]]) και συνδέεται με λέξεις που έχουν σημ. «[[κρέας]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>m</i><i>ā</i><i>msa</i>-, <i>m</i><i>ā</i><i>s</i>, αρμ. <i>mis</i>, αρχ. σλαβ. <i>męso</i>). Για την [[εξέλιξη]] από τη σημ. «[[κρέας]]» στη σημ. «εσωτερικό [[μέρος]] του δέρματος» <b>[[πρβλ]].</b> σλοβεν. <i>mezdra</i>, ρωσ. <i>myazdra</i> «ενδότερο [[τμήμα]] του δέρματος» και το λατ. <i>membr</i><i>ā</i><i>na</i> «[[υμένας]], [[λεπτό]] [[δέρμα]]» (<span style="color: red;"><</span> λατ. <i>membrum</i> «[[μέλος]] του σώματος»).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μηνίγγι]](<i>ον</i>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μηνιγγικός]], [[μηνιγγισμός]], [[μηνιγγιτικός]], [[μηνιγγίτιδα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[μηνιγγότρωτος]], [[μηνιγγοφύλαξ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>μηνιγγαιμορραγία</i>, <i>μηνιγγοεγκεφαλίτιδα</i>, [[μηνιγγοκήλη]], [[μηνιγγόκοκκος]], [[μηνιγγομυελίτιδα]], <i>μηνιγγοτροπισμός</i>, [[μηνιγγότυφος]]].
}}
}}